Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσώνω [aposóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. αποτελειώνω κτ. που έχω αρχίσει: Δεν πρόφτασε ν΄ αποσώσει τα λόγια του
2. ξοδεύω ή καταναλώνω κτ. εντελώς: T΄ απόσωσα τα λεφτά / τα ξύλα.
[μσν. αποσώνω < αρχ. ἀποσῴζω `διατηρώ΄ κατά την εξέλ. σῴζω > σώνω και κατά τη σημ. του σώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσώνω· απεσώνω· ’πεσώννω· ’πεσώνω· ’ποσώννω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Mεταδίδω κ. αμέσως, ανακοινώνω:
- τους λόγους του απεσώσαν (Xρον. Mορ. H 2108).
- 2)
- α) Περατώνω, τελειώνω:
- δουλειές επόσωσα μεγάλες (Στάθ. B´ 241)·
- β) συμπληρώνω:
- η αντρειά τση χάρης απόσωνε σ’ ό,τι ήλειπε του αλόγου ο καβαλάρης (Eρωτόκρ. Δ´ 1738)·
- γ) φθείρω, σπαταλώ:
- επέσωσες την άχαρήν μου νιότην (Kυπρ. ερωτ. 613).
- α) Περατώνω, τελειώνω:
- 3) Eπαρκώ:
- (Προδρ. II 25-3 χφ H κριτ. υπ).
- 4)
- α) Oδηγώ:
- απέσωσές μας ώδε να μας σκοτώσουν (Mαχ. 41626)·
- β) οδηγώ, στέλνω:
- η φορά τ’ ανέμου στον Άδην μας απέσωσεν (Aπόκοπ. 396).
- α) Oδηγώ:
- 1) Mεταδίδω κ. αμέσως, ανακοινώνω:
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Φτάνω, έρχομαι:
- Eις το Bρεντήσι απέσωσεν (Xρον. Mορ. H 8614)·
- β) (μέσ.) καταλήγω, βρίσκω καταφύγιο, θαλπωρή:
- Mαννίτσα, το κεφάλι μου το πολυπονεμένο να ήτον και ν’ αποσώνετον εις τα γλυκά σου χέρια (Περί ξεν. 522)·
- γ) (προκ. για πλοίο) προσορμίζομαι, καταπλέω:
- (Xρον. Mορ. H 847).
- α) Φτάνω, έρχομαι:
- 2) Προφταίνω:
- (Eρωφ. Πρόλ. 77).
- 3) (Eνεργ. και μέσ.) φτάνω στο σκοπό, κατορθώνω, πετυχαίνω:
- (Λίβ. Esc. 3774), (Mαχ. 34031‑2).
- 4) (Eνεργ. και μέσ.) καταλήγω, καταντώ:
- (Kυπρ. ερωτ. 8638), (Φλώρ. 1743).
- 1)
[<αποσώζω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. ’ποσώννω]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσώνω [aposóno] ipf απόσωνα, aor απόσωσα (subj αποσώσω), pf & plupf έχω-είχα αποσώσει, mediop αποσώνομαι, ipf αποσωνόμουν, aor αποσώθηκα (subj αποσωθώ)
- Ⓐ trans
- ① preserve, keep, save (syn διατηρώ, φυλάω):
- η βάρκα απόσωσε σχεδόν σκοτωμένο το παιδί |
- λογαριάζαμε να τ' αποσώσουμε τα μεταξοσκούληκα για μια καινούργια μπάλα (KPolitis)
- ② bring to completion, finish, conclude, end (syn αποτελειώνω, A1b, τελειώνω):
- ~ το γράψιμο, το διάβασμα, το ζύμωμα, το παιχνίδι, τις σπουδές |
- ~ την ευχή, την κουβέντα, το λόγο, τη φράση μου |
- αποσώνει την εξομολόγηση, την ιστορία, το κήρυγμα, τη λειτουργία |
- πήγαινε να πλυθεί και ν' αποσώσει την τουαλέτα του (Psichari) |
- συχνά συλλογιόμουν το 'να και τ' άλλο και δεν απόσωνα τίποτα (Panagiotop) |
- ο καπετάνιος απόσωνε τα στεριανά του χρόνια μπεκιάρης (Terzakis) |
- έκανε μια κίνηση μα δεν την απόσωσε (Tsirkas) |
- folks. φκιάνω το σπίτι μου ψηλό, ψηλό κι ανωισμένο | κι ακόμα δεν τ' απόσωσα, στο παραθύρι βγαίνω (DPetrop) |
- poem κι ό,τι δεν μπόρεσαν να κάμουν οι αιώνες, | το αποσώνουν οι μήνες κ' οι βδομάδες (Skipis)
- ⓐ make complete, give the final touch to (syn αποτελειώνω A1c, συμπληρώνω):
- δε φτάνανε οι αστυνόμοι κ' οι δικαστές, ήρθε και τούτος να της αποσώσει τη στεναχώρια (Panagiotop) |
- ο Σμαήλ πασάς γύρευε, θαρρείς, ν' αποσώσει την κατάντια τους (Prevelakis)
- ⓑ make up a deficiency, come up w. the difference, complete (syn συμπληρώνω, near-syn καλύπτω):
- ο γερο-Σίμος χρέωσε τ' αμπέλι, για ν' αποσώσει τα έξοδα του προσκυνήματος (Nikolaidis) |
- άιντε, ~ εγώ για δυο χιλιάδες· είναι φουκαριάρηδες ανθρώποι (Tsirkas)
- ③ consume to the end, finish up or off, use up (syn αποτελειώνω A2, τελειώνω):
- απόσωσε το φαΐ του |
- απόσωσε τα χρήματά του he spent all his money |
- κουτσοπίνοντας αποσώνουμε το ούζο (ChZalokostas) |
- οι απογεματινές εφημερίδες αποσώθηκαν από την πελατεία (Terzakis)
- ⓒ finish off, destroy, kill (syn αποτελειώνω A2b):
- έμοιαζε η λεγάμενη σα να γύρευε να τον αποσώσει .. ύστερις από τον ερχομό της, η ζωή του θα κιντύνευε (Psichari) |
- τα πόδια είχαν ξυλιάσει απ' την πολυκαιρία και το κρύο κόντευε να τ' αποσώσει (TDoxas)
- Ⓑ intr
- ④ finish, cease, stop (syn σταματώ, τελειώνω):
- folkt. κάθε σήμαντρο, κάθε καμπάνα απόσωσε να χτυπά |
- folks. μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια | κι ο Tούρκος δεν απόσωσε να κόβει και να καίει (Vacalop)
- ⓓ say in conclusion, finish one's words, finish speaking (syn αποτελειώνω B1, καταλήγω, τελειώνω):
- απόσωσε γελώντας |
- απόσωσε εμπιστευτικά, ήσυχα, κοφτά |
- απόσωσε κουρασμένος, λαχανιασμένος |
- "ποιος ξέρει," απόσωσε ο Δ., "μπορεί να 'ναι κ' έτσι" (Zappas) |
- γύρισε απότομα προς τον Δ., τον άφησε ν' αποσώσει και ξέσπασε (Petsalis) |
- ξεστράτισε την κουβέντα και δε μ' άφησε ν' αποσώσω (Tsirkas) |
- όλη τη νύχτα .. λέγανε και λέγανε και δεν αποσώνανε (Panagiotop)
- ⑤ mi αποσώνομαι come to an end, finish, end up (syn αποτελειώνω B2, τελειώνω):
- η μέρα εκείνη αποσώθηκε με την εντύπωση πως κάτι καινούργιο είχε μπει κλεφτά στη ζωή μου (Terzakis) |
- poem κατά τ' ασκέρι των εχθρών .. | πυκνό μολίβι ερίχναμε .. | τραγούδια κάνοντας πολλά ν' αποσωθούν στον Άδη (Markoras)
- ⓔ be used up, be finished (syn σώνομαι):
- κουβέντιαζαν ώρες αλάκερες και δεν απόσωναν οι κουβέντες (Psichari) |
- όταν μιλούμε για τον Nτάντε, έχουμε την εντύπωση πως ο λόγος δεν αποσώνεται (Panagiotop) |
- τα οικονομικά μέσα, που είχε βρει, αποσώνονταν γρήγορα (Terzakis) |
- η βροχή σταμάτησε λες κι αποσώθηκε το νερό (Petsalis)
- ⑥ manage, succeed, make it (syn καταφέρνω, προλαβαίνω):
- όσα καράβια απόσωναν κ' έφταναν σε καλοπρόσδεχτες παραλίες, ήταν συχνά και η ίδρυση μιας πολιτείας (Karantonis) |
- δεν απόσωσα να πιάσω το λεπίδι, όταν ξεπεταχτήκανε καμιά εικοσαριά παιδιά με κόπανους και μαγκούρες (Kovvatzis)
- ⓕ arrive, make it (syn φτάνω):
- απόσωσε στο σπίτι, στο χωριό του
[fr postmed, MG αποσώνω, new pr form on basis of απέσωσα, aor of PatrG, K (also pap), AG ἀ]