Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσύρω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσύρω [aposíro] -ομαι Ρ αόρ. απέσυρα και (σπάν.) απόσυρα, απαρέμφ. αποσύρει, παθ. αόρ. αποσύρθηκα, απαρέμφ. αποσυρθεί, μππ. αποσυρμένος : 1α.παίρνω πίσω κτ. που το έχω καταθέσει, που το έχω εμπιστευτεί κάπου: Οι αποταμιευτές αποσύρουν τις καταθέσεις από τις τράπεζες και τις επενδύουν στο χρηματιστήριο. Aπέσυρε ένα μεγάλο ποσό από το λογαριασμό του, έκανε ανάληψη. || δηλώνω ότι κτ. παύει να ισχύει: Aπέσυρε την τροπολογία / την υποψηφιότητά του / την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση / την προσφορά του στον πλειστηριασμό. Aπέσυρα την αίτησή μου / τη μήνυση. β. βγάζω κτ. από την κυκλοφορία: Θα αποσυρθούν τα κέρματα των δύο δραχμών. H εταιρεία των σιδηροδρόμων παρέλαβε καινούρια βαγόνια και θα αποσύρει τα παλιά. Θα αποσυρθούν χιλιάδες τόνοι φρούτων που δεν μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά. || (ειδικότ.) για μη καταλυτικό αυτοκίνητο που αντικαθίσταται από καταλυτικό με βάση το μέτρο της απόσυρσης. γ. δίνω την εντο λή να αποχωρήσει κάποιος από κάπου: Ο ΟHΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές, θα ανακαλέσει. Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του, να τα οδηγεί στην υποχώρηση. 2. (παθ.) α1. εγκαταλείπω μια δραστηριότητα και παύω να έχω σχέσεις με το περιβάλλον όπου την ασκούσα: Aποσύρθηκε πολύ νέος από την πολιτική / από τις επιχειρήσεις του. || απομακρύνομαι από τον τόπο όπου ζούσα και ασκούσα μια δραστηριότητα και εγκαθίσταμαι σε ένα τοπικά και ποιοτικά διαφορετικό περιβάλλον: Όταν θα πάρω τη σύνταξή μου, θα αποσυρθώ στα κτήματά μου και θα ασχοληθώ με τη γη. Ύστερα από μια πολυτάραχη ζωή αποσύρθηκε σε μοναστήρι. α2. απομακρύνομαι από ένα χώρο και πηγαίνω σε κπ. άλλον απομονωμένο ή ιδιαίτερο: Mετά το δείπνο αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Όταν τελείωσε η ακροαματική διαδικασία, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να εκδώσουν την απόφαση. β. για νερό ή άλλο υγρό που υποχωρεί: Tα νερά της πλημμύρας άρχισαν να αποσύρονται.

[λόγ. < αρχ. ἀποσύρω `σέρνω μακριά, αποσπώ΄, σημδ.: 1: γαλλ. retirer· 2: γαλλ. se retirer]

[Λεξικό Κριαρά]
αποσύρω· αποσέρνω· αποσύρνω.
  • I. (Eνεργ.) σέρνω, τραβώ προς τα έξω:
    • την μουσταρά τση απόσερνε ’πιδέξια κι άρμεγέ ντη (Πανώρ. B´ 102).
  • II. (Mέσ.) γίνομαι ισχνός, καχεκτικός, αδυνατίζω:
    • έτρεμεν το κατασάγωνόν του ωσάν λαπάρα αποσυρομένη (Σπανός A 269).

[αρχ. αποσύρω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσύρω [aposíro] aor
  • απόσυρα (& L απέσυρα; subj αποσύρω), pf & plupf έχω-είχα αποσύρει, mediop αποσύρομαι, ipf αποσυρόμουν, aor αποσύρθηκα (subj αποσυρθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσυρθεί, είμαι-ήμουν αποσυρμένος
  • ① take away, pull back, withdraw, remove (syn αποσέρνω 2, αποτραβώ 1, τραβώ):
    • ~ το βλέμμα, το χέρι μου |
    • αποσύρει τις δυνάμεις από το μέτωπο |
    • αποσύρεται η αυλαία του θεάτρου |
    • η κυβέρνηση διέταξε να αποσυρθούν όλα τα πλοία από την περιοχή του πολέμου |
    • απόσυρε στο κούτελο τον ίδρο του και τον τίναξε με το δάχτυλο (Prevelakis) |
    • πρέπει να αποσύρουν τον άνθρωπο από το δρόμο, γιατί εμποδίζει την κυκλοφορία (Panagiotop)
  • ⓐ take back, retract, withdraw, lift (syn αποτραβώ 1b, near-syn ανακαλώ 2, παίρνω πίσω):
    • ~ αγωγή, βέτο, καταγγελία, παραίτηση, πρόταση |
    • ~ χρήματα από την τράπεζα withdraw money fr the bank (syn phr κάνω ανάληψη, τραβώ) |
    • ~ από την κυκλοφορία ένα βιβλίο, γραμματόσημο, νόμισμα |
    • αρκετοί γονείς μας τηλεφώνησαν, για να αποσύρουν την υπογραφή τους |
    • ούτε λέξη αποσύρουμε από τις σκέψεις μας εκείνες (Palaiologos) |
    • ο συγγραφέας αγανακτεί για την κακή ερμηνεία και αποσύρει το έργο του (Papanoutsos) |
    • ο αρχιναζής απόσυρε το διάταγμα της επιστρατεύσεώς μας (ChZalokostas)
  • ② mi αποσύρομαι move away, fall back, leave, retire, withdraw, retreat (syn αποτραβιέμαι 3c, τραβιέμαι):
    • αποσύρεται στο δωμάτιο, στο νησί, στο σπίτι, στο χωριό του |
    • αποσύρεται στην ερημιά, στη μοναξιά, στο παρελθόν |
    • αποσύρεται από τη δημόσια ζωή, τον κόσμο, το προσκήνιο |
    • αποσύρεται άναντρα, εσπευσμένα, κανονικά |
    • αποσύρεται στα ενδότερα |
    • αποσύρεται στα διαμερίσματά της she retires to her private quarters |
    • το τάγμα αποσύρθηκε από την πρώτη γραμμή |
    • η λίμνη δημιουργήθηκε όταν η θάλασσα αποσύρθηκε σιγά σιγά (Varelas) |
    • απεσύρετο και παρόλη την επικρεμάμενη καταστροφή κοιμόταν ήσυχος (Vavouris) |
    • αποσύρθηκαν οι ένορκοι για να συσκεφθούν (Tachtsis) |
    • ο ευγενικός αυτός άνθρωπος είναι αποσυρμένος από τις ανθρώπινες ματαιότητες (Papatsonis)
  • ⓑ retire, withdraw, resign (syn αποτραβιέμαι 5, near-syn αποχωρώ, παραιτούμαι):
    • αποσύρομαι από το διαγωνισμό, το θέατρο, την υπηρεσία |
    • πρόσωπο σημαντικό στ' Aγιονόρος, μα η αναπηρία του τον ανάγκασε ν' αποσυρθεί (Kasdaglis) |
    • δαπανούν τη ζωή τους στη δράση κ' επιδίδονται στη συγγραφή όταν αποσυρθούν και ησυχάσουν (Stasinop)

[fr kath αποσύρω ← postmed (Somavera αποσύρνω), MG (αποσύρω, αποσέρνω, αποσύρνω) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες