Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσύνδεση η [aposínδesi] Ο33 : η ενέργεια του αποσυνδέω. ANT σύνδεση. 1. ο αποχωρισμός στοιχείων που τα είχαν συνδέσει, και ειδικότερα, διακοπή της σύνδεσης αγωγών ή ηλεκτρικών κυκλωμάτων: H ~ των σωλήνων / των καλωδίων. H ~ μιας ηλεκτρικής συσκευής, διακοπή της παροχής ρεύματος. 2. (μτφ.) διακοπή της συσχέτισης ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης από κάποια άλλη: H ~ των δύο προβλημάτων θα διευκολύνει τη λύση τους.
[λόγ. αποσυνδέ(ω) -σις > -ση κατά το σχ.: συνδέω - σύνδεσις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσύνδεση [aposín∂esi] η, (L)
- disengagement, disconnection, release (syn απαγκίστρωση 2b, απεμπλοκή, ant σύνδεση):
- ~ του αναπνευστικού συστήματος από τον αναπνευστήρα |
- ~ των βάσεων από τον αμυντικό σχεδιασμό |
- electr~ |
- η ~ του σεξ από τις πανάρχαιες προεκτάσεις του ελαφρύνει τον άντρα και τη γυναίκα από μια πατροπαράδοτη σκλαβιά |
- τους υποχρέωνε σε μια μεγαλύτερη ~ από την οικογένεια (Christou)
[fr kath (neol) αποσύνδεσις, der of αποσυνδέω]
- disengagement, disconnection, release (syn απαγκίστρωση 2b, απεμπλοκή, ant σύνδεση):