Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσόβηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσόβηση η [aposóvisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσοβώ, αποτροπή κακού: Mέτρα για την ~ του κινδύνου να επεκταθεί ο πόλεμος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσόβη(σις) `κράτημα μακριά΄ -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσόβηση [aposóvisi] η, (L)
  • warding off, prevention, averting (syn αποτροπή, near-syn πρόληψη):
    • ~ της σύγκρουσης, του κακού |
    • η κυβέρνηση κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την ~ των απεργιών |
    • στους ώμους μας θα πέσει ο αγώνας για την ~ του πυρηνικού πολέμου (Melas)

[fr kath αποσόβησις ← MG (14th c., also schol.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες