Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσχηματίζω [aposximatízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ από ιερέα ή μοναχό το δικαίωμα να φέρει το σχήμα 2: Έπεσε σε βαρύ παράπτωμα και ο επίσκοπος τον αποσχημάτισε / και αποσχηματίστηκε. Aποσχηματισμένος κληρικός. || (παθ.) αποβάλλω το σχήμα 2.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσχηματίζω (διαφ. το αρχ. ἀποσχηματίζομαι `δίνω μορφή΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσχηματίζω [aposçimatízo] mediop αποσχηματίζομαι, aor αποσχηματίστηκα (L)
- ① eccl divest of priestly status or habit, defrock:
- ο ιερομόναχος αποσχηματίστηκε από το Άγιο Όρος
- ② mi αποσχηματίζομαι lose one's form or nature, become deformed:
- την ενδιαφέρει να μελετήσει τις ποικίλες μορφές του ηθικού βίου, όπως σχηματίζονται, ανασχηματίζονται και αποσχηματίζονται μέσα στην πνευματική ιστορία του ανθρώπου (Papanoutsos)
[fr kath αποσχηματίζω ← PatrG ← AG]
- ① eccl divest of priestly status or habit, defrock: