Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσφράγιση η [aposfrájisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσφραγίζω· άνοιγμα σφραγισμένου αντικειμένου, κτιρίου κτλ.: H ~ της διαθήκης από το συμβολαιογράφο.
[λόγ. αποσφραγι- (αποσφραγίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσφράγιση [aposfráyisi] η, (L)
- breaking the seal of, unsealing (syn αποσφράγισμα, ξεσφράγισμα):
- ~ διαθήκης, εγγράφου, επιστολής
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσφράγισις, der of αποσφραγίζω]
- breaking the seal of, unsealing (syn αποσφράγισμα, ξεσφράγισμα):