Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυντίθεμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυντίθεμαι [aposindíθeme] 3sg αποσυντίθεται, ipf αποσυνετίθετο, aor αποσυντέθηκε (subj αποσυντεθεί), pf & plupf έχει-είχε αποσυντεθεί (L)
  • ① break down, become decomposed, disintegrate (syn διαλύομαι, ant συντίθεμαι):
    • ένα παλαιικό αμάξι, που διαρκώς εκινδύνευε ν' αποσυντεθεί, μ' έφερε εκεί (Ouranis) |
    • η αρχαία τραγωδία αποσυντέθηκε στον τραγικό παντόμιμο (LPolitis) |
    • οι ζώνες ήταν από δέρμα ή ύφασμα και γι' αυτό το λόγο αποσυντέθηκαν ολότελα (Andronikos) |
    • στο στόμα του, πριν ακόμα γεννηθεί, πρόωρη πέθαινε και αποσυνετίθετο η λέξη (Kanellis)
  • ⓐ decompose, rot, fester (syn σαπίζω):
    • αποσυντίθεται η σάρκα, το αβγό |
    • ένα ψόφιο μουλάρι αποσυντίθεται με τα τέσσερα στον αέρα (Petsalis)
  • ② fig be broken down, be analyzed (syn αναλύομαι):
    • η χρονική ροή αποσυντίθεται σε άπειρα χρονικά "νυν" (Georgoulis)
  • ⓑ become dissolved or disorganized, break up, disintegrate (syn αποδιοργανώνομαι, διαλύομαι):
    • η αυτοκρατορία, η ζωή, η κοινωνία, η οικονομία, ο πολιτισμός αποσυντίθεται |
    • το καθεστώς της χούντας είχε αποσυντεθεί |
    • για να εμφανιστούν νέες ηθικές ιδέες, πρέπει να έχει σε προχωρημένο βαθμό αποσυντεθεί το σύστημα δικαιωμάτων και καθηκόντων (Papanoutsos) |
    • το τάγμα του K. αποσυντίθεται κ' εμείς πιάσαμε 96 αιχμαλώτους (ChZalokostas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσυντίθεμαι, mediop of αποσυντίθημι; s. also αποσυνθέτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες