Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυνάγωγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αποσυνάγωγος ο.
  • Aπόβλητος:
    • αποσυνάγωγον τον λέγουσιν οι πάντες (Aξαγ., Kάρολ. E´ 703).

[μτγν. ουσ. αποσυνάγωγος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυνάγωγος -η -ο [aposináγoγos] Ε5 : για πρόσωπο που το έχουν αποκηρύξει και απομακρύνει από μια κλειστή ομάδα, όπως διώχνουν κπ. από την εβραϊκή συναγωγή, όταν υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσυνάγωγος `διωγμένος απ΄ τη συναγωγή΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυνάγωγος1 [aposináγoγos] ο, (L)
  • person rejected by society, outcast (syn απόβλητος1, αποδιωγμένος1):
    • αυτοί οι αποσυνάγωγοι, οι προπηλακιζόμενοι και διωκόμενοι γράφουν τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας (Papanoutsos) |
    • η ψυχή του Oδυσσέα ανήκει στους ταπεινούς, στους πεινασμένους, στους αποσυνάγωγους (Prevelakis)

[substantiv. m of αποσυνάγωγος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυνάγωγος2, -η, -ο [aposináγoγos] (L)
  • ① expelled fr the (Jewish) community, put under a ban, excommunicated:
    • οι ομόθρησκοι του Σπινόζα τον έκαναν αποσυνάγωγο, παραδίνοντάς τον στην κοινή περιφρόνηση (Papanoutsos)
  • ② rejected by society, outcast, ostracized (syn απόβλητος2 1, απόκληρος2 2):
    • δεν θα είστε σεις που θα μας κάνετε αποσυνάγωγους· εμείς θα περιφρονήσουμε τη συντροφιά σας (Papanoutsos) |
    • o Kαΐρης, ~ και καταδικασμένος από το δικαστήριο, πέθανε στις φυλακές (Melas) |
    • θεωρούν αποσυνάγωγους του σοσιαλισμού όσους από άλλους δρόμους φθάνουν στον ίδιο σοσιαλιστικό σκοπό (Tsatsos)

[fr kath αποσυνάγωγος ← MG, PatrG ← LK (NT) ἀποσυνάγωγος, 'excommunicated']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες