Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσυμπίεση η [aposimbíesi] Ο33 : σταδιακή μείωση της υπέρμετρα αυξημένης ατμοσφαιρικής πίεσης: Θάλαμος αποσυμπίεσης, όπου γίνεται αποσυμπίεση.
[λόγ. αποσυμπιε- (αποσυμπιέζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décompression]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυμπίεση [aposimbíesi] η, (L) mechanics
- relief of compression, decompression (ant συμπίεση):
- όταν ο μετρητής δείξει την πιο μεγάλη συμπίεση, σημειώστε την ένδειξη και ανοίξτε τη βαλβίδα για ~ (Vardakos, adapted)
[fr kath (neol) αποσυμπίεσις, cpd w. συμπίεσις; cf Fr décompression]
- relief of compression, decompression (ant συμπίεση):