Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστρατιωτικοποιώ [apostratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9 : απαγορεύω τη διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων και εγκαταστάσεων σε κάποια περιοχή. ANT στρατιωτικοποιώ: Aποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο για στρατιωτικούς σκοπούς.
[λόγ. απο- στρατιωτικοποιώ μτφρδ. γαλλ. démilitariser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστρατιωτικοποιώ [apostratiotikopió] pass αποστρατιωτικοποιούμαι, aor αποστρατιωτικοποιήθηκα (subj αποστρατιωτικοποιηθώ) (L)
- demilitarize (syn αποστρατικοποιώ):
- ο ύπατος των φιλοσόφων αποστρατιωτικοποιεί την απέραντη χώρα του (Floros) |
- να αποστρατιωτικοποιηθεί η Kύπρος και να ουδετεροποιηθεί, υπό την προστασία των Hνωμένων Eθνών (Christidis)
[fr kath (neol) αποστρατιωτικοποιώ, cpd w. στρατιωτικός & ποιώ]
- demilitarize (syn αποστρατικοποιώ):