Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστρατεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστρατεύω [apostratévo] -ομαι Ρ5.1 : α.απομακρύνω αξιωματικό ή υπαξιωματικό (του στρατού, του ναυτικού ή της αεροπορίας) από την ενεργό υπηρεσία και τον συνταξιοδοτώ: Aποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη / του υποστρατήγου. Tον αποστράτευσαν για λόγους υγείας. β. λύω την επιστράτευση.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἀποστρατεύομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστρατεύω [apostratévo] aor αποστράτευσα (subj αποστρατεύσω, imper αποστράτευσε), mediop αποστρατεύομαι, ipf αποστρατευόμουν, aor αποστρατεύτηκα (subj αποστρατευτώ & αποστρατευθώ) (L)
  • ① milit disband, demobilize (syn απολύω 2b, ant επιστρατεύω):
    • αποστράτευσε όλο σου το στρατό και χρησιμοποίησε όσα ξοδεύεις γι' αυτόν να μορφώσεις τους υπηκόους σου (Evelpidis)
  • ⓐ demobilize, discharge (fr military service), muster out:
    • οι γεροντότεροι αποστρατευόμεθα αύριο, μεθαύριο, αν δεν πέσομε κι ως τότε στον αγώνα (Drosinis) |
    • είμαι δεμένος με όρκο ως την ημέρα που θα αποστρατευτώ (Theotokas) |
    • σαν αποστρατευτούμε, πρέπει να .. οργανωθούμε με τα σωστά μας (id.)
  • ② mediop αποστρατεύομαι milit retire or be retired fr military service:
    • υπήρχε στην οικογένειά της κ' ένας στρατιωτικός, που είχεν αποστρατευτεί ανθυπολοχαγός του ορεινού πυροβολικού (Papantoniou) |
    • ο πατέρας του αποστρατεύτηκε πρόπερσι με το βαθμό του συνταγματάρχη (Petsalis) |
    • στο στρατό οι συμπληρώσαντες 35 χρόνων πραγματική υπηρεσία αξιωματικοί αποστρατεύονται υποχρεωτικά (Psathas)
  • ⓑ retire or be retired (fr work, profession, regular activity etc) (syn αποσύρομαι 2b, αποτραβιέμαι):
    • είχε ζωή ακόμα μπροστά του, δεν έπρεπε ν' αποστρατευθεί (Melas) |
    • οι άνθρωποι εκεί γερνούν πρόωρα και γρήγορα αποστρατεύονται (Papanoutsos) |
    • πριν εγκαταλειφτεί απ' τον ύστατο εραστή της, προλαβαίνει να τον εγκαταλείψει αυτή, για να έχει τουλάχιστον την παρηγοριά, την παραίσθηση, ότι θεληματικά αποστρατεύεται (Athanasiadis-N)
  • ③ fig dismiss, reject (syn απορίχνω 2b, απορρίπτω 2):
    • το Παρίσι αποστρατεύει κάθε δεύτερη μέρα αυτό που χειροκροτούσε την προηγουμένη (Terzakis) |
    • πόσο γρήγορα η εποχή τούτη αποστρατεύει τις αξίες της (id.)

[fr kath αποστρατεύω ← MG, PatrG ← ἀποστρατεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες