Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστραγγίζω [apostrangízo] -ομαι Ρ2.1 : απομακρύνω από πολύ υγρά εδάφη το νερό που πλεονάζει, με τα κατάλληλα τεχνικά έργα, κάνω αποστράγγιση: Aποστραγγίστηκαν χιλιάδες στρέμματα σε ελώδεις περιοχές.
[λαϊκό ενεργ. αποστραγγίζω `στραγγίζω τελείως΄ < ελνστ. ἀποστραγγίζομαι (μαρτυρείται στη σημ.: `σταματώ΄), λόγ. σημδ. γαλλ. égoutter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστραγγίζω [apostraŋɟízo] ipf αποστράγγιζα, aor αποστράγγισα (subj αποστραγγίσω), pf & plupf έχω-είχα αποστραγγίσει, mediop αποστραγγίζομαι, pf & plupf έχω-είχα αποστραγγισθεί
- ① exhaust contents by drawing them off, dry, empty, drain (syn στραγγίζω, near-syn αποξεραίνω 1):
- ~ ορυχείο unwater a mine |
- ~ το ποτήρι |
- αποστραγγίσαμε μια κανάτα κρασί |
- η υπόγεια σήραγγα κατασκευάζεται για να αποστραγγίσει τις λίμνες Λυσιμαχίας και Tριχωνίδος (Varelas) |
- όταν γευθεί ένας λαός το ίδιο του το αίμα, δύσκολα ξεσυνηθίζει να επιθυμεί τη γεύση αυτή, έστω κι αν ξέρει ότι έτσι αποστραγγίζει το ίδιο του το σώμα (Kanellop) |
- πήρε το φλιτζάνι του καφέ, ανακάτεψε καλά καλά το καφεζούμι και το αποστράγγισε (LAkritas) |
- την τελευταία φορά που την είδε της είπε για τα βάλτα που έπρεπε ν' αποστραγγιστούν (Proussis)
- ⓐ fig exhaust, empty, drain (off) (syn απομυζώ 2b, αρμέγω, L εξαντλώ):
- οι Bενετσάνοι κ' οι Γενοβέζοι πάσκιζαν ν' αποστραγγίσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού (Panagiotop) |
- ο ακαδημαϊσμός είχε αποστραγγίσει, είχε κάνει πλαδαρά και άτονα τα εκφραστικά μας μέσα (Papanoutsos)
- ② empty, drain, extract (fr) (syn απομυζώ 2, αποξεραίνω 2, αποστεγνώνω 1b):
- επαρχιώτες και Aθηναίοι τα βάνουνε με τον αθηναϊκό απορροφητήρα που αποστραγγίζει τους χυμούς του πνεύματος και της τέχνης (Palaiologos) |
- έδωσε στην παράσταση αρχαιόπρεπο ιερατικό χαρακτήρα .. χωρίς να αφήσει τα σχήματα να αποστραγγίσουν την έμπνευσή του και τον δημιουργικό του οίστρο (Thrylos)
- ③ press, squeeze, wring (syn ξεστραγγίζω, στίβω, στραγγίζω):
- ~ τη σακούλα, τις ντομάτες |
- ~ τα ρούχα της μπουγάδας |
- άδραξε ύστερα με τα χέρια το μακρύ του μαλλί και το αποστράγγισε (SPapageorgiou)
- ④ fig wring out, squeeze out, extract:
- δεν είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία η ανάγκη που αισθάνεται κανείς να επιστρέφει κάθε τόσο στους τόπους τούτους, και ν' αποστραγγίζει εντατικότερα την ομορφιά και την αθανασία του φυσικού περιβάλλοντος (Panagiotop) |
- ό,τι εξαιρετικό έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη βετανική ψυχή, έρχεται ο γαλλικός μαγνήτης και το αποστραγγίζει (Papatsonis)
- ⑤ mi intr αποστραγγίζομαι become empty, drain (syn στραγγίζομαι):
- .. το φεγγάρι | που αποστραγγίζουνταν .. | γάλα ποτίζοντας μεθυστικό τα σωθικά του ανθρώπου (Kazantz Od 11.859)
- ⓑ fig become emptied or drained of feelings, emotions etc (syn αποξεραίνω 2b, στραγγίζομαι):
- ο μορφωμένος τεχνικός δεν αποστραγγίζεται από τον ανθρωπισμό του (Papanoutsos)
[fr postmed ← K ἀποστραγγίζω]
- ① exhaust contents by drawing them off, dry, empty, drain (syn στραγγίζω, near-syn αποξεραίνω 1):