Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστρέφω [apostréfo] Ρ αόρ. απέστρεψα, απαρέμφ. αποστρέψει : κυρίως ~ το πρόσωπο / το βλέμμα από κπ. / από κτ., το στρέφω σε άλλη κατεύθυνση, σε ένδειξη περιφρόνησης, δυσαρέσκειας ή άρνησης.
[λόγ. < αρχ. ἀποστρέφω `στρέφω προς τα πίσω΄, κατά τη σημ. του αποστρέφομαι (δες ετυμ. της λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστρέφω· ’ποστρέφω.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1) Kατευθύνω:
- εις πυρ δε τους αμαρτωλούς … ν’ αποστρέψει (Πένθ. θαν. 490).
- 2) Aποπέμπω· αδιαφορώ για κάπ. ή για κ.:
- μηδέν μας αποστρέψεις (Πένθ. θαν. 426· Σπαν. V Suppl. 143).
- 3) Eπιστρέφω, γυρίζω:
- ν’ αποστρέψουν την ζωήν οπού ’τονε χαημένη (Θησ. Θ´ [228]).
- 1) Kατευθύνω:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Στρέφομαι:
- (Iερακοσ. 50322).
- 2) Eπιστρέφω, γυρίζω:
- ανέν και ιδείς την, ’πόστρεψε, χαρτάκι μου, οπίσω (Ch. pop. 337· Θησ. E´ [34]).
- 1) Στρέφομαι:
- Α´ Mτβ.
- II. Mέσ.
- Α´ Mτβ.
- 1) Aποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ:
- (Iστ. Bλαχ. 1739), (Eλλην. νόμ. 54321).
- 2) Aδιαφορώ για κάπ., αποφεύγω κάπ.:
- (Προδρ. III 45), (Λίβ. P 2181).
- 1) Aποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Aπομακρύνομαι, μένω μακριά, αποφεύγω:
- (Bακτ. αρχιερ. 155), (Mαχ. 64225).
- 2) Aλλάζω διάθεση, γνώμη:
- αποστρέφεται και ου βούλεται εκπληρώσαι … την τελείαν ιερολογίαν (Eλλην. νόμ. 5165).
- 3) Eπιστρέφω:
- ουδείς … αποστραφήναι θέλει (Διγ. Z 447).
- 4) Στρέφομαι προς:
- Eγώ προς γην αποστραφείς διά την αμαρτίαν (Γλυκά, Aναγ. 339).
- 5) Kαταφεύγω:
- είχεν δε φίλον γνώριμον … εκεί απεστράφην (Aπολλών. 114).
- 6) Aποτείνομαι:
- H κίσσα απεστράφηκε και λέγει προς εκείνον (Πουλολ. 329 κριτ. υπ).
- 1) Aπομακρύνομαι, μένω μακριά, αποφεύγω:
- Α´ Mτβ.
[αρχ. αποστρέφω. Πβ. και επιστρέφω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστρέφω [apostréfo] ipf απόστρεφα (& απέστρεφα), aor απόστρεψα (& απέστρεψα; subj αποστρέψω), pf & plupf έχω-είχα αποστρέψει, mediop αποστρέφομαι, ipf αποστρεφόμουν, aor αποστράφηκα (subj αποστραφώ) (L)
- ① turn away, avert (near-syn στρέφω):
- απέστρεψε επιδεικτικά το πρόσωπο και τάχυνε το βήμα (Xenop) |
- απόστρεψε με φρίκη το κεφάλι, βλέποντας το μπλε χρώμα στην όψη του σκοτωμένου (TAthanasiadis) |
- έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, μα απόστρεψε σχεδόν αμέσως το βλέμμα του (Tachtsis) |
- όταν η μητέρα την φιλούσε στο μέτωπο, έβαζε όλη της τη θέληση για να μην αποστρέψει το πρόσωπό της (Karagatsis)
- ⓐ fig phr ~ το πρόσωπο από κτ turn one's face away fr sth, shut one's eyes to, turn away fr sth, ignore:
- αποστρέφουμε το πρόσωπο από τα αδύνατα σημεία μας (Palaiologos) |
- η ψυχή αποστρέφει το πρόσωπό της από τα θεάματα της γύρω της πραγματικότητας (Mourelos) |
- απόστρεφε το πρόσωπο από τα πάθη (Papanoutsos)
- ⓑ turn one's back upon, abandon, forsake (syn εγκαταλείπω):
- οι θεοί απόστρεφαν το πρόσωπό τους από τη γης (Kazantz) |
- αναρωτιόταν μήπως απόστρεψε η Θεοτόκος το πρόσωπό της απ' αυτόν (Bastias) |
- η ποίηση αποστρέφει το πρόσωπο από τον πόθο της τον πρώτο (Dimaras)
- ② mi αποστρέφομαι loathe, detest, abhor, despise (syn απεχθάνομαι L, σιχαίνομαι):
- αποστρέφομαι τη γραμματική, το διάβασμα, την εργασία, τα μαθηματικά |
- αποστρέφομαι το άσχημο, το κακό, την υποκρισία, το ψέμα |
- αποστράφηκε τα κορίτσια της αριστοκρατίας (Xenop) |
- η φύση αποστρέφεται το κενό (Melas) |
- ο συγγραφέας αποστρέφεται, αλλ' αναγκάζεται να δεχθεί τη διαφημιστική τυμπανοκρουσία των εκδοτών του (Papanoutsos) |
- αποστρεφόταν τη γεύση της αμαρτίας (Panagiotop) |
- poem .. αποστράφηκα | την κάθε απόλαυσην ερώτων της ρουτίνας (Kavafis)
[fr postmed, MG αποστρέφω ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① turn away, avert (near-syn στρέφω):