Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστράγγιση η [apostrángisi] Ο33 : η απομάκρυνση του νερού από τα πολύ υγρά εδάφη με κατάλληλα αποστραγγιστικά συστήματα: Mε την ~ αποξηραίνονται οι βαλτώδεις εκτάσεις και γίνονται καλλιεργήσιμες.
[λόγ. αποστραγγι- (αποστραγγίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. égouttement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστράγγιση [apostráŋɟisi] η, gen αποστράγγισης & αποστραγγίσεως (L)
- ① draining, drainage, drying (syn αποξήρανση 1b, αποστράγγισμα, στράγγισμα):
- βαλβίδα αποστραγγίσεως draining valve |
- φρεάτιον αποστραγγίσεως catch basin |
- ~ δεξαμενών tank draining, stripping |
- τυχόν ~ του βάλτου ισοδυναμεί για το βάτραχο με μια τοπική συντέλεια του κόσμου (Valaoras) |
- στην κονίστρα του σταδίου βρέθηκε το λίθινο ρείθρο, με μικρές λεκάνες κατ' αποστάσεις για την ~ του νερού (Dakaris) |
- πριν την ~ το νερό της λίμνης ή των ελών απέδιδε θερμότητα καθ' όλην την νύκτα (KPikros)
- ② fig exploitation, draining (syn απομύζηση L, αφαίμαξη L, άρμεγμα, βύζαγμα):
- ~ της οικονομικής ικμάδας |
- το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών λαών, είχε φτάσει τόσο ψηλά χάρη στην ασύστολη ~ του πλούτου άλλων ηπείρων (Christidis)
- ⓐ emptying out or draining (syn στράγγισμα):
- η "Στροφή" περιέχει ποιήματα καθαρής καλλιτεχνικής άσκησης, πειράματα αποστράγγισης όλης της ρομαντικής ταραχής (Spandonidis) |
- δεν υπάρχει ο Σαίξπηρ στη γερμανική απόδοση· είναι αριστοτεχνική, είναι όμως κατόρθωμα και ως ~ της εσωτερικής ουσίας των σονέτων του Σαίξπηρ (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποστράγγισις, der of αποστραγγίζω]
- ① draining, drainage, drying (syn αποξήρανση 1b, αποστράγγισμα, στράγγισμα):