Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστομωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστομωτικός -ή -ό [apostomotikós] Ε1 : που αποστομώνει, που φέρνει κπ. σε αδυναμία να αντικρούσει ένα επιχείρημα: H απάντησή του ήταν αποστομωτική. Aποστομωτικές αποδείξεις. αποστομωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αποστομω- (δες αποστομώνω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστομωτικός, -ή, -ό [apostomotikós] (L)
  • unanswerable, irrefutable, undebatable:
    • αποστομωτική αλήθεια, εξήγηση |
    • αποστομωτική απάντηση squelcher |
    • ο Π. Γραμματικίδης, διάσημος για την αποστομωτική του λύση στο άλυτο επί αιώνες ομηρικό ζήτημα (Evelpidis) |
    • μια κουβάρα λόγια, που πρέπει να 'τανε σπουδαία κι αποστομωτικά, ορμούσαν από την καρδιά του (Myriv) |
    • μάταια διαμαρτύρονται, παρατάσσουν επιχειρήματα αποστομωτικά η ελληνική κυβέρνηση κι ο πρεσβευτής στη Pώμη (Terzakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστομωτικός, der of *αποστομωτός w. suff -ικός; cf MG αστόμωτος & αναστομωτέον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες