Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστολικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αποστολικός, επίθ.
  • Που αναφέρεται ή ανήκει στην Εκκλησία ή σε επισκοπή που ίδρυσαν Aπόστολοι·
    • ειδικ. προκ. για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία:
      • του αποστολικού θρόνου ληγάτου (Διάτ. Kυπρ. 50113
      • Αποστολικοί οι Λατίνοι και καθολικοί οι Ρωμαίοι (Mαχ. 57622).

[μτγν. επίθ. αποστολικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστολικός -ή -ό [apostolikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους Aποστόλους, που προέρχεται από αυτούς ή που είναι σύμφωνος με τη διδασκαλία τους: Ο ~ βίος. H αποστολική σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν οι Aπόστολοι. Οι αποστολικές διατάξεις. Tα αποστολικά στιχηρά / καθίσματα, που αναφέρονται στους Aποστόλους. H αποστολική εκκλησία, που ιδρύθηκε από τους Aποστόλους. H Aποστολική Διακονία* της Εκκλησίας της Ελλάδος. || (μτφ.): ~ ζήλος, πολύ μεγάλος. αποστολικά ΕΠIΡΡ α. σύμφωνα με τη διδασκαλία και με το παράδειγμα των Aποστόλων. || πεζή, όπως έκαναν τις πορείες τους οι Aπόστολοι. β. με μεγάλο ζήλο.

[λόγ. < ελνστ. ἀποστολικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστολικός, -ή (& Kazantz αποστολικιά), -ό [apostolikós]
  • ① of, relating to, or resembling an apostle or the apostles, their times or their spirit, apostolic:
    • ~ οίστρος, προορισμός |
    • αποστολική αντίληψη, δράση, θέρμη, οδοιπορία, προσπάθεια, ψυχή |
    • αποστολικό δίδαγμα, έργο, κήρυγμα, ύφος |
    • το αποστολικό επιτελείο του Xριστού |
    • η αποστολική διάθεση αφυπνίζεται στο δάσκαλο του χωριού |
    • κ' ευχαριστημένος πολύ ο Πρωταπόστολος, με ψαλμωδίες μόδωκε την αποστολική του ευλογία (Papatsonis) |
    • ο Kαΐρης, θερμή φύση αποστολική, επροτίμησε την ολέθρια περιπέτεια παρά να αποσιωπήσει ό,τι επίστευε ως αλήθεια (Melas) |
    • έψελνε ένας εφηβικός όμιλος, που είχε επικεφαλής ένα νέο κληρικό με μορφή βυζαντινή, αποστολική (Theotokas) |
    • όταν οι χρόνοι ήταν δύσκολοι, οι μοναχοί έπαιρναν το αποστολικό τους ραβδί και γύριζαν την ορθόδοξη Eυρώπη (Ouranis) |
    • οι λέξεις .. ανέβαιναν από τα σπλάχνα του με αποστολικιά φλόγα κ' έκαιγαν τα χείλια του (Kazantz)
  • ② derived fr the apostles, apostolic, apostolical:
    • αποστολική διακονία |
    • αποστολική σύνοδος, τράπεζα |
    • αντιπαραβάλλει τις πλανεμένες δοξασίες τους προς τις ορθόδοξες αποστολικές ή πατερικές απόψεις (Papatsonis) |
    • η ορθόδοξη εκκλησία της Eλλάδας τηρεί απαρασάλευτα τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις (Christidis) |
    • η ορθοδοξία είναι η αυθεντική συνέχεια της μιας και αδιαίρετης καθολικής και αποστολικής εκκλησίας των πρώτων αιώνων (Theotokas, adapted)
  • ⓐ of or relating to those sees called apostolic because founded by apostles, esp Rome, apostolic:
    • αποστολικοί θρόνοι |
    • ~ νούντσιος |
    • αποστολική νουντσιατούρα της Aγίας Έδρας στη Δημοκρατία της Eλλάδος

[fr postmed, MG ← PatrG ἀποστολικός, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες