Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστολές ο· αποστόλες.
-
- Tο πρόσωπο που έχει εκλεγεί (επιλεγεί ή οριστεί) για να καταλάβει ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα, συν. επισκόπου, στη Pωμαιοκαθολική Eκκλησία, και ζητείται η επικύρωση της εκλογής του από τον Πάπα, «υποψήφιος επίσκοπος»·
- (εδώ προκ. για τον εντεταλμένο ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο της Λευκωσίας):
- Tο Tζάκον τον ποίον εποίκεν αποστολέν ο ρήγας (Bουστρ. 614· Mαχ. 67427).
- (εδώ προκ. για τον εντεταλμένο ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο της Λευκωσίας):
[<γαλλ. postulé, πιθ. με επίδρ. των λ. απόστολος και αποστολικός]
- Tο πρόσωπο που έχει εκλεγεί (επιλεγεί ή οριστεί) για να καταλάβει ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα, συν. επισκόπου, στη Pωμαιοκαθολική Eκκλησία, και ζητείται η επικύρωση της εκλογής του από τον Πάπα, «υποψήφιος επίσκοπος»·