Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστηθίζω [apostiθízo] -ομαι Ρ2.1 : απομνημονεύω κτ., με συνεχείς επαναλήψεις το μαθαίνω απέξω, κατά λέξη: Έχει αποστηθίσει ολόκληρες ραψωδίες του Ομήρου. Οι γραμματικοί κανόνες δεν αποστηθίζονται εύκολα. || μαθαίνω απέξω κτ. μηχανικά, χωρίς να εμβαθύνω στο νόημά του ή να το αφομοιώσω: Tα παιδιά δεν πρέπει να αποστηθίζουν το μάθημα της ιστορίας, αλλά να το κατανοούν.
[λόγ. < μσν. αποστηθίζω < ελνστ. φρ. ἀπό στήθ(ους) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστηθίζω [apostiθízo] ipf αποστήθιζα, aor αποστήθισα (subj αποστηθίσω), pf & plupf έχω-είχα αποστηθίσει, mediop αποστηθίζομαι, ipf αποστηθιζόμουν (L)
- ① commit to memory, learn by heart, memorize (syn απομνημονεύω):
- ~ την περικοπή, προκήρυξη, προσφώνηση |
- ~ το κείμενο, μάθημα, ποίημα |
- ό,τι διαβάζει το αποστηθίζει αμέσως |
- είχα μεγάλη ευχαρίστηση να απαγγέλλω τις φράσεις, να τις ~ και να τις γράφω στο τετράδιό μου (Xenop) |
- χάσαμε επί χρόνια τον καιρό μας, προσπαθώντας ν' αποστηθίσουμε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της αρχαίας (Christidis AK) |
- αυτές τις δυο σελίδες που έπεσαν στις εξετάσεις αποστήθισε ο άλλος (Palaiologos, adapted) |
- υπάρχουν παραδείγματα γέρων αναλφάβητων που αποστηθίζουν τριάντα και σαράντα ψαλμούς του Δαυίδ (Athanasiadis-N) |
- η καθηγήτρια κάλεσε τις τρεις μαθήτριες να επαναλάβουν το επεισόδιο, η κάθε μια με το ρόλο της όπως τον είχε αποστηθίσει (KPapa) |
- όχι μονάχα ο Όμηρος, αλλ' ακόμα κ' η κλασική λογοτεχνία συνήθως αποστηθίζονταν (Evelpidis)
- ② say by heart:
- ο Πάνος ο Φουρνιάς, αυτός που έκανε πότε-πότε τον ψάλτη, αρχίνησε ν' αποστηθίζει τον Aπόστολο (Petsalis) |
- ο γέρο-Mπενιζέλος αποστήθισε με έμφαση τα λόγια του Σκούφου (id.)
[fr kath ἀποστηθίζω ← MG (4th c.), PatrG ἀποστηθίζω, fr phr από στήθους 'by memory']
- ① commit to memory, learn by heart, memorize (syn απομνημονεύω):