Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστεριόρι [aposterióri] επίρρ. : (φιλοσ.) για να δηλώσουμε ότι παίρνουμε ως βάση ενός συλλογισμού εμπειρικά δεδομένα· εκ των υστέρων. ANT απριόρι.
[λόγ. < μσνλατ. a posteriori]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστεριόρι [aposterióri] adv & adj, philos
- of, or relating to what cannot be known except fr what is proved by induction fr facts obtained by observation or experiment, a posteriori (syn εκ των υστέρων, ant απριόρι):
- αυτή η ~ σημείωση με την οποία προλόγισε το για εικοσιπέντε χρόνια είδωλό του, αποτελεί το σπουδαιότερο μαζί και αποκαλυπτικότερο πεζό έργο του Bαλερύ (Papatsonis, adapted) |
- μια και δεν θέλει αυτόν τον κανόνα απριόρι, θα είναι βέβαια ~ (Tsatsos)
[fr Lat phr a posteriori]
- of, or relating to what cannot be known except fr what is proved by induction fr facts obtained by observation or experiment, a posteriori (syn εκ των υστέρων, ant απριόρι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστεριορισμός [aposteriorizmós] ο,
- the practice or method of relying upon experimentation or induction, a posteriori reasoning (syn εμπειρισμός):
- η δεύτερη πρόταση εκφράζει τη θέση του αποστεριορισμού (ή εμπειρισμού) που αποδίνει τη διαμόρφωση όλων των τρόπων συμπεριφοράς στις κατακτήσεις της πείρας (Papanoutsos)
[der of αποστεριόρι w. suff -ισμός]
- the practice or method of relying upon experimentation or induction, a posteriori reasoning (syn εμπειρισμός):