Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστελλόμενος, -η, -ο [apostelómenos] (L)
- being sent:
- το αποστελλόμενο συνάλλαγμα από τους εργάτες του εξωτερικού μειώθηκε
[ppp of αποστέλλω]
- being sent: