Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστειρωμένος, -η, -ο [apostiroménos]
- ① freed fr living microorganisms, usu by the use of physical or chemical agents, sterile, sterilized, aseptic (syn L άσηπτος, L στείρος [από μικρόβια]):
- αποστειρωμένο όργανο, ύφασμα |
- αποστειρωμένη γάζα sterilized or antiseptic gauze |
- αποστειρωμένες τροφές |
- αποστειρωμένο γάλα pasteurized milk; αποστειρωμένη κρέμα pasteurized cream |
- τώρα κάθε οικογένεια .. ειδοποιεί το συνεταιριστικό εργοστάσιο της γειτονιάς της να της στείλει ό,τι φαγητό θέλει αποστειρωμένο με ακτίνες γάμα (Evelpidis) |
- στον προχτεσινό συναγερμό φτάσαμε να πλένουμε τραυματίες με αποστειρωμένο νερό (TAthanasiadis)
- ② fig barren of, lacking, sterilized (near-syn στείρος):
- και για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αποστειρωμένης απόλυτα από κάθε γαργαλιστικό στοιχείο, βοήθησε και ο σκηνογράφος (Melas) |
- προχειρολόγοι ερμηνευτές της σολωμικής ρήσης .. μάς προσφέρουν ένα "νόημα της τέχνης" αποστειρωμένo από κάθε οίστρο και ψυχική φλόγωση (Chourmouzios) |
- δεν γνωρίζω κανένα έργο τόσο τραγικά, τόσο απόλυτα απελπισμένο, τόσο αποστειρωμένο από κάθε ακτίνα ελπίδας (Thrylos) |
- είναι ένας νους ~ από κάθε συναισθηματική προϋπόθεση (Panagiotop)
[ppp of αποστειρώνω]
- ① freed fr living microorganisms, usu by the use of physical or chemical agents, sterile, sterilized, aseptic (syn L άσηπτος, L στείρος [από μικρόβια]):