Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστείρωση η [apostírosi] Ο33 : καταστροφή όλων των ζωντανών μικροοργανισμών, με χημικά ή με φυσικά μέσα· (πρβ. απολύμανση, παστερίωση): H ~ των χειρουργικών εργαλείων και του νοσοκομειακού υλικού γίνεται σε κλιβάνους. H ~ χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων.
[λόγ. < μσν. αποστείρω(σις) `έλλειψη γονιμότητας΄ -ση < αποστειρω- (δες αποστειρώνω) -σις κατά τη σημ. της λ. αποστειρώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστείρωση [apostírosi] η,
- ① the rendering of a body or material free fr living cells and esp microorganisms, sterilization:
- ~ ιατρικών εργαλείων, τροφών |
- ~, που θα πει στείρο το γάλα, να μην έχει τίποτε ζωντανό, κανένα μικρόβιο (Saratsis)
- ② fig sterility, barrenness, unproductiveness (syn στειρότητα, στείρωση):
- η συνέχεια της παράδοσης αυτής που άλλο αποτέλεσμα δεν είχε παρά την εξαφάνιση της μεγάλης ποιητικής προσωπικότητας, την ~ της τόσο πολύχυμης, άλλοτε, ποιητικής φρασεολογίας (Karantonis)
[fr kath αποστείρωσις, der of αποστειρώ]
- ① the rendering of a body or material free fr living cells and esp microorganisms, sterilization: