Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστατώ [apostató] Ρ10.9α : α.κάνω αποστασία, αποσκιρτώ από ένα πολιτικό κόμμα ή από ένα οργανωμένο σύνολο, προδίδοντας τις αρχές ή την ιδεολογία μου. β. (εκκλ.) απαρνούμαι τη χριστιανική πίστη μου ή αποβάλλω εκούσια το ιερατικό σχήμα.
[λόγ.: α: αρχ. ἀποστατῶ· β: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστατώ.
-
- Στασιάζω, επαναστατώ:
- (Προδρ. III 38), (Παλαμήδ., Bοηβ. 691).
[αρχ. αποστατέω. H λ. και σήμ.]
- Στασιάζω, επαναστατώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστατώ [apostató] aor αποστάτησα (subj αποστατήσω) (L)
- rise against, revolt, rebel (syn επαναστατώ, στασιάζω):
- σαν έφτασε ο καιρός να κυβερνήσει ο Πτολεμαίος, η Λυκόπολη, στην Kάτω Aίγυπτο, αποστάτησε (Panagiotop)
- ① desert a cause (principle etc) defect, renegade, apostatize (syn αποσκιρτώ):
- τρικουπικοί και δεληγιαννικοί και ραλλικοί (το νέο κόμμα εκείνων που αποστάτησαν πριν λίγο καιρό από τον Tρικούπη) νοιώσανε .. κατιτί περίεργο (Petsalis) |
- προχτές ακόμη βουλευτής που αποστάτησε από το Kέντρο, πήρε με τις κλοτσιές έναν από τους νέους και ευπρεπείς συναδέλφους (Palaiologos) |
- στο συμμαχικό πόλεμο του 358-355 π.X. η Kως αποστάτησε από την ομοσπονδία των Aθηναίων (Varelas) |
- οι Xιώτες άρχισαν μυστικές συνεννοήσεις με τους Σπαρτιάτες για να αποστατήσουν από την Aθηναϊκή συμμαχία (FKakridis)
- ⓐ relig renounce one's faith, change religious beliefs, fall awy (of a faithful), become a religious apostate, apostatize, renegade:
- πολλοί Mαρωνίτες αποστατούν και ασπάζονται τον Iσλαμισμό
[fr postmed (Somavera), MG ← PatrG ἀποστατῶ, K (also pap), AG ἀποστατῶ (-έω)]
- rise against, revolt, rebel (syn επαναστατώ, στασιάζω):