Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστασιοποιημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστασιοποιημένος, -η, -ο [apostasiopiiménos]
  • distant, reserved, aloof:
    • ο διάλογος με το σύντροφό του δεν είναι απαραίτητα μια αποστασιοποιημένη ανταλλαγή λόγων, αλλά συχνά εκδηλώνεται επιθετικά

[ppp of αποστασιοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες