Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστασία η [apostasía] Ο25 : α.αποσκίρτηση από ένα πολιτικό κόμμα ή από ένα οργανωμένο σύνολο, με συνθήκες που έχουν έντονο το χαρακτήρα της προδοσίας: H ~ δεκάδων βουλευτών από το κυβερνητικό κόμμα οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης. || H ~ της Mήλου από την Aθηναϊκή Συμμαχία. β. (εκκλ.) απάρνηση της χριστιανικής πίστης ή της ιεροσύνης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποστασία `αποχώρηση από συμμαχία΄ (αρχ. ἀπόστασις)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστασία η.
-
- Eξέγερση, στάση, ανταρσία:
- επήλθεν αυτῴ η αποστασία του Παπαδοπούλου (Πανάρ. 621).
[μτγν. ουσ. αποστασία. H λ. και σήμ.]
- Eξέγερση, στάση, ανταρσία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστασία [apostasía] η, (L)
- ① rebellion, insurrection, uprising, revolt (syn ανταρσία, εξέγερση, ξεσήκωμα, στάση):
- τότε άρχισε η ~ στη Δυτική κι Aνατολική Eλλάδα (Makryg) |
- σας στέλνουμε τούτη τη γραφή για να σας φανερώσουμε ότι η ~ |
- δεν εδίστασε να του μηνύσει .., ότι ετοιμαζόμαστε σε ~ |
- η ανταρσία του Πασβάνογλου, οι αναμενόμενες αποστασίες των άλλων τοπαρχών .. παρουσιάζουν επικείμενη πια και όχι δυσκολοκατόρθωτη την εξάρθρωση της αυτοκρατορίας (Vranousis)
- ② departure fr a cause, principle, party or allegiance, desertion, apostasy (syn αποσκίρτηση, απόσχιση 2b):
- σημειώθηκε ~ βουλευτών από το κόμμα |
- ο κ. E. θα ενισχύσει την κοινοβουλευτική του δύναμη με αποστασίες ή με συνεργασίες με άλλα κόμματα ή κοινοβουλευτικές ομάδες |
- εκφράζεις την ~ του προδότη με αυτή τη ρήση |
- εγύρισε τες πλάτες του, φεύγει, φεύγει ο προδότης (Tsatsos, adapted)
- ⓐ relig lapse fr faith, renunciation of one's faith, defection, apostasy, renegation:
- phr ~ πιστού falling away of a faithful |
- η εγκατάλειψη των ορθοδόξων στην τύχη τους μάραινε το θρησκευτικό τους ζήλο, κλόνιζε την πίστη τους και προλείαινε το έδαφος για την ~ (Vacalop) |
- ο χριστιανικός πληθυσμός και πολλοί ακόμη από τους κληρικούς δυσανασχετούν και τα παραδείγματα της λιποψυχίας και της αποστασίας πολλαπλασιάζονται (id., adapted) |
- μα τότε η ζωή, θείε, είναι μια ~ απ' το θεό, δηλαδή μια αμαρτία; (TAthanasiadis) |
- poem μην ελπίζεις άφεση, μη περιμένεις χάρη |..| από τα είδωλα που δεν συγχωρούν ~ (AMatsas)
[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG ἀποστασία, K (also pap) ἀποστασία]
- ① rebellion, insurrection, uprising, revolt (syn ανταρσία, εξέγερση, ξεσήκωμα, στάση):