Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστακτήριο [apostaktírio] το,
- ① = αποστακτήρας ο:
- αποστακτήρια αιθέριων ελαίων από αρωματικά φυτά |
- χιλιάδες χωριατοπούλες .. τρυγούν το πλουτοφόρο άνθος και το στέλνουν στα βιομηχανικά αποστακτήρια (Melos)
- ② still-house, distillery (syn αποσταγματοποιείο):
- απ' τα στόματά τους ξέφευγε με τα θυμωμένα λόγια και μια οσμή που θύμιζε όλα τ' αποστακτήρια του Έντιμπουργκ (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποστακτήριον, der of αποστάζω]
- ① = αποστακτήρας ο: