Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσταθεροποιητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσταθεροποιητικός -ή -ό [apostaθeropiitikós] Ε1 : που συντελεί στην αποσταθεροποίηση: ~ παράγοντας. αποσταθεροποιητικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~.

[λόγ. αποσταθεροποιη- (αποσταθεροποιώ) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταθεροποιητικός, -ή, -ό [apostaθeropiitikós]
  • destabilizing:
    • αποσταθεροποιητική δράση |
    • η αβεβαιότητα και η οξύτητα παίζουν αποσταθεροποιητικό ρόλο |
    • το θέμα σέρνεται με αποσταθεροποιητικές συνέπειες |
    • ο κ. A. Π. υποστήριξε ότι γίνονται αποσταθεροποιητικές προσπάθειες μέσα στην κυβέρνηση |
    • η εξωτερική πολιτική δραστηριότητα βασισμένη σε διακοσμητικά βάθρα θα αντέχει στις αποσταθεροποιητικές και επεμβατικές δραστηριότητες ξένων παραγόντων

[fr kath αποσταθεροποιητικός, cpd w. σταθεροποιητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες