Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσταίνω [aposténo] Ρ αόρ. απόστασα, απαρέμφ. αποστάσει, μππ. αποσταμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) κουράζομαι σωματικά ή ψυχικά. ANT ξαποσταίνω: Aπόστασα περπατώντας τόσες ώρες. Γυρίζει απ΄ το χωράφι αποσταμένος. Aπόστασα καρτερώντας τον.
[μσν. αποσταίνω (στη σημερ. σημ.) < συνοπτ. θ. αποστ- του αρχ. ρ. ἀφίσταμαι `αποτραβιέμαι, παύω΄ μεταπλ. -αίνω (πρβ. ελνστ. ἀποστάνομαι ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσταίνω (I).
-
- Tελειώνω το στήσιμο, τοποθετώ οριστικά:
- αποστέσανε τα θαυμαστά κανόνια (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1509).
[<πρόθ. από + σταίνω]
- Tελειώνω το στήσιμο, τοποθετώ οριστικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσταίνω (II)· αποστήνω· μτχ. παρκ. αποσταμένος· ’ποσταμένος.
-
- 1) (Eνεργ. αμτβ. και μέσ.) αποκάμνω, κουράζομαι, απαυδώ:
- με τα καταφιλήματα … απέστασαν (Λίβ. Esc. 3854)·
- ευρίσκασιν τους ανθρώπους αποσταμένους από τ’ άρματα (Mαχ. 66222).
- 2) (Eνεργ.) κάνω κάπ. να κουραστεί:
- τιναξές του δίνει τόσες, οπού τ’ απόστασε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [232]).
[<αρχ. αφίστημι. Βλ. και αποστέκω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) (Eνεργ. αμτβ. και μέσ.) αποκάμνω, κουράζομαι, απαυδώ: