Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστήθιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστήθιση η [apostíθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστηθίζω, η κατά λέξη μηχανική συνήθ. απομνημόνευση ενός κειμένου: H ~ ταλαιπωρεί το μαθητή χωρίς να του προσφέρει ουσιαστικές γνώσεις. || (ως επιρρ.): Tα μαθήματά του τα μαθαίνει / τα λέει ~, χωρίς να αλλάζει ούτε μία λέξη από το βιβλίο. (έκφρ.) κάνω κτ. ~, το αποστηθίζω: Tη μετάφραση στο μάθημα των αρχαίων την έκανε ~.

[λόγ. αποστηθι- (αποστηθίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστήθιση [apostíθisi] η, (L)
  • commitment to memory, learning by heart, rote learning, memorizing (syn απομνημόνευση, αποστήθισμα):
    • έφτασα, κατά την παπαγαλική μου καθώς έδειχνε, ~, στον άγγελο Pαφαήλ, κι άρχισα να λέγω για κείνον (Palam) |
    • σπανιότατα έβγαιναν ασπροπρόσωποι οι μικροί μαθητές, συνηθισμένοι στη μηχανική ~ (Xenop) |
    • στα σχολεία βασιλεύει η ~ (Kriaras) |
    • δεν παραδέχομαι πως η ~ γλωσσικών τύπων και εκφράσεων βοηθάει τη γλώσσα (KPapa) |
    • ό,τι μ' ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από τις αποστηθίσεις είναι η ζέση για προσωπική συμπλήρωση των σπουδών (Thrylos) |
    • δεν αποφασίζουν να δεχθούν την αποβλακωτική των αποστηθίσεων διδασκαλία της πλειονοψηφίας των σχολείων (Katsigra)

[fr kath αποστήθισις, this fr MG gloss. αποστήθισις, der of αποστηθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες