Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστέωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστέωση η [apostéosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποστεώνομαι. 1. υπερβολικό αδυνάτισμα· αποσκελέτωση*. 2. (μτφ.) πνευματική ακαμψία, αδυναμία ανανέωσης και εξέλιξης: H κυριαρχία του δόγματος στη θρησκεία οδήγησε στην ~ του ανθρωπιστικού της περιεχομένου.

[λόγ. αποστεω- (δες αποστεώνομαι) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστέωση [apostéosi] η, (L)
  • ① med the process of bone formation, ossification (syn οστεοποίηση)
  • ② fig state of being molded or set in a conventional pattern, a state of unimaginative conformity, ossification:
    • έλλειψη μεταρρυθμίσεως ή αντιμεταρρυθμίσεως στην ορθόδοξη εκκλησία και πρώιμη εκρίζωση αιρέσεων υπήρξε συντελεστική στην ~ |
    • δημιουργείται ένα πολύπλοκο και σχολαστικό σύστημα νόμων και διατυπώσεων κάθε λογής που οδηγεί στην τυποποίηση, στην αποκρυστάλλωση, στην ~ (Papanoutsos) |
    • ο παρελθοντισμός οδηγεί στην ~, στην προσήλωση στους νεκρούς τύπους, στην αποστροφή προς κάθε αναγεννητική διάθεση και ορμή (id., adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστέωσις, der of αποστεώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες