Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστέλλω [apostélo] -ομαι Ρ αόρ. απέστειλα, απαρέμφ. αποστείλει, παθ. αόρ. αποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεστάλη, απεστάλησαν, απαρέμφ. αποσταλεί : στέλνω κπ. ή κτ. σε ένα συγκεκριμένο τόπο για ένα συγκεκριμένο σκοπό: Aποφάσισαν να αποστείλουν βοήθεια στις υπανάπτυκτες χώρες. Θα αποσταλούν στρατιώτες στην εμπόλεμη περιοχή. Aποστέλλεται αντιπροσωπεία για να παρακολουθήσει το συνέδριο. H κυβέρνηση απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας σε διεθνείς οργανισμούς.
[λόγ. < αρχ. ἀποστέλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστέλλω· απεστείλνω· απεστέλνω· αποστέλνω· αόρ. επέστειλα· μτχ. παρκ. απεστειλμένος· αποσταλμένος· αποστελμένος· ’πεσταλμένος.
-
- 1)
- α) Στέλνω κάπ. ή κ.:
- (Διγ. Z 1751), (Διγ. Esc. 307)·
- β) (με εννοούμενο αντικ. όπως εντολή, μήνυμα, κλπ.) ειδοποιώ, στέλνω εντολή, μηνώ:
- αποστείλας ο δεσπότης κυρ Θωμάς εμήνυσεν (Σφρ., Xρον. 17423)·
- γ) (προκ. για συμφορά, κλπ., με υποκ. τη λ. Θεός) εξαποστέλλω:
- απεστείλνω όλα τα θανατικά μου προς την καρδιά σου (Πεντ. Έξ. IX 14).
- α) Στέλνω κάπ. ή κ.:
- 2) Συνοδεύω κατά την αναχώρηση, ξεπροβοδίζω:
- να σε απεστείλω με χαρά και με τραγούδια (Πεντ. Γέν. XXXI 26).
- 3) Aφήνω κάπ. να φύγει:
- είπεν ο Kύριος· απέστειλε τον λαό μου και να με δουλέψουν (Πεντ. Έξ. VII 26).
- 4) (Mε αντικ. πρόσωπο και κατηγορ. το επίθ. ελεύθερος ή και χωρίς το κατηγορ.) απελευθερώνω:
- να τον απεστείλεις ελεύτερος από εσέν (Πεντ. Δευτ. XV 12· XXI 14).
- 5) Διώχνω, απομακρύνω:
- να την απεστείλει από το σπίτι του (Πεντ. Δευτ. XXIV 3)·
- Γιατί … εμισήσετε εμέν και επεστείλετέ με από εσάς; (Πεντ. Γέν. XXVI 27).
- H μτχ. παρκ. και ως επίθ. = πληρεξούσιος:
- με ιδικήν σου δουλειάν ή αποσταλμένος είσαι; (Gesprächb. 8422-3).
[αρχ. αποστέλλω. Ο τ. αποστέλνω στο Meursius (‑ειν) και σήμ. H λ. και σήμ. ως λόγ.]
- 1)