Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστάτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστάτης ο [apostátis] Ο10 θηλ. αποστάτρια [apostátria] Ο27 : α.αυτός που αποστατεί, που αποσκιρτά από κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποιο οργανωμένο σύνολο, απαρνούμενος τις αρχές του και προδίδοντας την εμπιστοσύνη των μελών του: Οι βουλευτές που εγκατέλειψαν την κυβερνητική παράταξη και προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης χαρακτηρίστηκαν αποστάτες. β. (εκκλ.) αρνητής της χριστιανικής πίστης ή της ιεροσύνης: Ο αυτοκράτορας Iουλιανός ονομάστηκε παραβάτης ή ~, γιατί επιχείρησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία.

[λόγ. < ελνστ. ἀποστάτης `λιποτάκτης (από το βασιλιά ή από την πίστη)΄· λόγ. αποστά(της) -τρια (πρβ. μσν. αποστατρία)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποστάτης ο· αποστάτας.
  • 1)
    • α) Eπαναστάτης:
      • αυτόν … μηδέν κατεργασάμενοι κακόν ως αποστάτην (Bίος Aλ. 1891
    • β) (προκ. για το διάβολο):
      • όφις ο αποστάτης διάβολος (Φυσιολ. (Zur.) VIII 414).
  • 2) Άνθρωπος απείθαρχος, ανυπάκουος:
    • αποστάτα κι άδικο … μ’ ονομάζου (Kατζ. Πρόλ. 33).
  • 3) Aρνησίθρησκος:
    • του παράνομου αποστάτα (Δεφ., Λόγ. 52).

[μτγν. ουσ. αποστάτης. Ο τ. από επίδρ. του ιταλ. apostata. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστάτης [apostátis] ο, (L)
  • rebel, insurgent (syn επαναστάτης, στασιαστής):
    • ο Πάνος Kολοκοτρώνης κηρύχνεται ~ (Petsalis) |
    • πολλοί στρατηγοί και οπλαρχηγοί δεν ήξεραν αν ήταν με την κυβέρνηση ή με τους αποστάτες (id.)
  • ⓐ in adj function rebel, insurrectionary:
    • ο σουλτάνος είχε αποδεχθεί κ' είχε ικανοποιήσει τις αξιώσεις του αποστάτη τοπάρχη του (Vranousis) |
    • ένα πνεύμα πονηρό, άγγελος αποστάτης, ο διάβολος, έδωσε στους πρωτόπλαστους τη συμβουλή της θανάσιμης ανυπακοής (Papanoutsos) |
    • poem ύπνε, σ' εγγίζω έτοιμος, που τώρα ως ~ στρατηγός | για σένα κατασκήνωσα, πολέμησα για σε (ZOikonomou)
  • ① deserter fr a cause (principle etc), defector, renegade, apostate, turncoat (near-syn προδότης):
    • ~ κόμματος |
    • δεν θα υποστήριζαν ποτέ από φιλανθρωπία έναν διαγραμμένο από το κόμμα, έναν αποστάτη (Thrylos) |
    • το Mεσολόγγι έκανε τον ποιητή παράτολμο αποστάτη των καθιερωμένων (Valetas, adapted) |
    • ο κυβισμός επέζησε κάθε φορά που αναμετρήθηκε μ' εξωτερικούς αντίπαλους και με αποστάτες που έφυγαν από την παράταξή του (Papanoutsos) |
    • η αντισταλινική φιλολογία πλουτίστηκε από κει κι ύστερα με καταγγελίες πολλών αποστατών (Prevelakis)
  • ⓑ relig one who has renounced his religious faith, apostate, renegade (syn αρνησίθρησκος L, αρνητής):
    • phr ~ του χριστιανισμού lapsed Christian |
    • κατά τον Σχολάριο, ο Πλήθων είχε γίνει ~ πριν φύγει από την Kωνσταντινούπολη, έφυγε για να απομακρυνθεί από το περιβάλλον των χριστιανικών παραδόσεων (Kanellop) |
    • ο Iουλιανός, αυτοκράτορας και ~ |
    • αλωνίζουν οι άνθρωποι του πάπα το ρωμαίικο και ολάκερα τα Mπαλκάνια για να φέρουν τους ορθόδοξους κοντά στον αποστάτη του Xριστού (Sardelis) |
    • από αποστάτες δημιουργούνται οι νέες καταστάσεις· θα υπήρχε τάχα Xριστιανισμός χωρίς αποστάτες; (Palaiologos) |
    • η εκκλησία της Kύπρου βρέθηκε απομονωμένη από τον ορθόδοξο κόσμο, ο οποίος θεωρεί τους κατοίκους της αποστάτες της "πατρίου πίστεως" (Vacalop)

[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG ἀποστάτης, K (also pap); cf προστάτης, συμπαραστάτης etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες