Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστάζω [apostázo] -ομαι Ρ αόρ. απέσταξα και απόσταξα, απαρέμφ. αποστάξει, αόρ. αποστάχθηκα, απαρέμφ. αποσταχθεί, μππ. αποσταγμένος και απεσταγμένος* : κάνω απόσταξη: ~ το νερό για να το απαλλάξω από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται μέσα σε αυτό. Aποσταγμένο νερό. Tα άνθη των αρωματικών φυτών, όταν αποστάζονται, δίνουν τα αιθέρια έλαια.
[λόγ. < αρχ. ἀποστάζω `στάζω σε σταγόνες΄ κατά τη σημ. της λ. απόσταξη & σημδ. γαλλ. distiller]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστάζω [apostázo] ipf απόσταζα, απόσταξα (subj αποστάξω), pf & plupf έχω-είχα αποστάξει (L)
- ① let fall in drops, drip, trickle, drop (syn αποσταλάζω 1, στάζω):
- οι ατελεύτητες βιαιότητες του εικοστού αιώνα, η αστρονομική αύξηση των χεριών που αποστάζουν αίμα .. έχουν μεταμορφώσει και τον αναγνώστη σ' ένα διψασμένο και πεινασμένο πλάσμα (Panagiotop) |
- ο στίχος του Σολωμού αποστάζει, καθώς το γεμάτο σφουγγάρι, λυρική ουσία (id.)
- ⓐ obtain by or subject to distillation, distill (syn διυλίζω):
- το αποστάζουν και δεύτερη φορά αφού προσθέσουν μέσα, όταν το βάζουν να ξαναβράσει, γλυκάνισο, αλάτι και λίγα κάρβουνα με κρεμμύδια (Tzartzanos) |
- κάθε φορά τη Λαμπρή προσπαθώ .. ν' ~ την ποίηση μέσα μου καθώς πολύτιμο μυρωδικό (Panagiotop)
- ② fig give out, ooze w., exude (near-syn αποπνέω 2, βγάζω, στάζω):
- είν' ένα διήγημα που αποστάζει, απ' όπου κι αν το πιάσεις, ανθρωπιά και συμπόνια (Panagiotop) |
- μέσα στο πνεύμα τους ενεδρεύει ο παραλογισμός και η ψυχή τους αποστάζει σκοτάδι (id.) |
- οι γυναίκες της ανατολής .. με τα ηδυπαθή μάτια και το κάτι εκείνο το πολύ μελωμένο που αποστάζουν και που φέρνει ένα πλατάγισμα γλώσσας σε κείνους που τις κοιτάζουν (Ouranis) |
- poem όσοι για πάντα φεύγουν, αποστάζουν θάνατο πριν κινήσουν (Apostolidis)
- ⓑ instill, infuse (syn ενσταλάζω):
- η Γαλλία .. αποστάζει στην ύπαρξή της, για μια νέα φορά, την ουσία του καιρού (Panagiotop) |
- οι πιο αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς μας, και προπαντός οι ποιητές μας .. "απόσταξαν" στο έργο τους και μια ιδεώδη Eλλάδα (Karantonis)
- ③ put forth in condensed form, capture the essence of, distill (near-syn συγκεντρώνω):
- πίσω από τις αράδες της Γνωσιολογίας ψαύει κανένας τη βασανισμένη πείρα .. που επισωρεύτηκε και που την έχουν αποστάξει (Terzakis) |
- ο Tαγκόρ αποστάζει σε σύντομες, υποβλητικές και παραστατικές φράσεις την ευγένεια .. και την ωραιοπάθεια του ινδικού ποιητικού λόγου (Panagiotop) |
- είναι όμως καταπληκτική και η συνθετική δύναμή του, η δεξιότητα με την οποία έχει μαζέψει ένα τεράστιο υλικό .. το εφιλοσόφησε και το απόσταξε σε αφορισμούς (Athanasiadis-N)
[fr postmed (Somavera) αποστάζω ← K, AG]
- ① let fall in drops, drip, trickle, drop (syn αποσταλάζω 1, στάζω):