Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπώμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπώμενος, -η, -ο [apospómenos] (L)
  • being detached, detachable

[fr kath αποσπώμενος, prpp of αποσπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες