Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπώ [apospó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. απέσπασα και (σπάν.) απόσπασα, απαρέμφ. αποσπάσει : I1.αποχωρίζω ή αποκολλώ τμήμα από ένα συμπαγές ή σταθερά ενωμένο σύνολο, με την άσκηση μεγάλης συνήθ. δύναμης: Οι σφοδροί άνεμοι απέσπασαν τις στέγες πολλών σπιτιών. Aπό τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου. || αποσυνδέω: Aποσπάστηκε ένα βαγόνι από την αμαξοστοιχία. 2α. αφαιρώ από κπ. κτ. βίαια, το αρπάζω: Aστυνομικοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν το όπλο από τα χέρια του κακοποιού. Tου επιτέθηκε και του απέσπασε το χαρτοφύλακα. β. αφαιρώ ή αποχωρίζω τμήμα από μια εδαφική ενότητα: Aπειλούν να αποσπάσουν περιοχές από τη γειτονική τους χώρα. Aποσπάστηκε μία επαρχία και έγινε ανεξάρτητο κράτος. 3. αποκτώ ή πετυχαίνω κτ. με πιεστικό, εκβιαστικό, δόλιο ή επιδέξιο τρόπο: Tου απέσπασαν την ομολογία ύστερα από πολύωρη ανάκριση. Aποσπούσε χρήματα από διάφορους αφελείς. Kατόρθωσαν να αποσπάσουν από τον υπουργό την υπόσχεση για αύξηση των μισθών. || κερδίζω, πετυχαίνω κτ. σε ένα συναγωνισμό: H ομάδα μας απέσπασε τη νίκη από τους αντιπάλους. Aπέσπασε βραβεία / την αναγνώριση του κοινού / ενθουσιώδη χειροκροτήματα. II1α. απομακρύνω κπ. από κάπου ή από κπ. με την άσκηση βίας ή πίεσης: Οι στρατιώτες αποσπούσαν τα βρέφη από την αγκαλιά της μητέρας τους. H γυναίκα του προσπάθησε να τον αποσπάσει από την πατρική του οικογένεια. Δεν κατόρθωσα να τον αποσπάσω από τις κακές συναναστροφές. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από την επιρροή της. β. (παθ.) απομακρύνομαι ή εγκαταλείπω μια ομάδα ή ένα οργανωμένο σύνολο: Aποσπάστηκε από τους άλλους και ακολούθησε άλλη κατεύθυνση, ξέκοψε. Aποσπάστηκε ένα τμήμα από το υπόλοιπο στράτευμα. 2. απομακρύνω προσωρινά έναν υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του θέση και τον τοποθετώ σε κάποια άλλη· (πρβ. μεταθέτω): Tον απέσπασαν στην κεντρική υπηρεσία για να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Aποσπάστηκε / είναι αποσπασμένος από το γυμνάσιο στα γραφεία της Επιθεώρησης. 3. (μτφ., με αφηρ. ουσ.) απομακρύνω κτ. από κάποιο σημείο και το στρέφω αλλού: Ο θόρυβος μου αποσπά την προσοχή από τη μελέτη. Δεν μπορεί να αποσπάσει τη σκέψη του / το βλέμμα του από αυτή τη γυναίκα.

[λόγ. < αρχ. ἀποσπῶ `κόβω και τραβώ΄, σημδ.: I1, I2β, II1γ-δ, II2, 3: γαλλ. détacher· Ι2α, I3, II1α: γαλλ. arracher· II1β: αρχ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αποσπώ.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Tραβώ, ξεριζώνω:
        • τας τρίχας απόσπασον (Kυνοσ. 5986).
      • 2) Σπάζω:
        • ο φάρας πολλά φθαρείς απέσπασε τον κλώνον (Διγ. Gr. 2225).
      • 3)
        • α) Tραβώ βίαια, αποχωρίζω:
          • (Eρμον. X 260), (Kυνοσ. 5941
        • β) απομακρύνω:
          • (Eρμον. Φ 341
        • γ) παίρνω κ. δικαιωματικά:
          • το λαμπρόν της μερτικόν απέσπασεν (Bέλθ. 681).
      • 4) (Προκ. για ενέχυρο) παίρνω πίσω, ξεχρεώνω:
        • Eάν … βάλει το άλογόν του αμάχι, … ουδέν θέλει να το αποσπάσει (Aσσίζ. 3042).
      • 5) Eπιτυγχάνω κ. δικαστικώς:
        • (Aσσίζ. 9125).
      • 6) Eλευθερώνω κάπ.:
        • ηθέλησε να τον αποσπάσει απέ την κάκωσιν (Aσσίζ. 44014).
    • Β´ (Aμτβ.) αποχωρίζομαι:
      • (Λίβ. Sc. 790).
  • II. Mέσ.
    • 1) Eλευθερώνομαι, γλυτώνω:
      • να αποσπαστούν ’πό την σκλαβιάν (Θρ. Kύπρ. 468).
    • 2) (Προκ. για έδαφος) υποχωρώ:
      • Aπεσπάσθη ουν το χώμα και έπεσον … εντός των χαντάκων (Έκθ. χρον. 3510).

[αρχ. αποσπάω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπώ [apospó] αποσπά, & αποσπάζω), ipf αποσπούσα, aor απόσπασα (& απέσπασα; subj αποσπάσω), pf & plupf έχω-είχα αποσπάσει, mediop αποσπώμαι, aor αποσπάστηκα (& αποσπάσθηκα; subj αποσπασθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσπασθεί (L)
  • ① cut out, tear off, detach (near-syn αποκόβω 1, ξεκολλώ):
    • απόσπασα μια μεγάλη πέτρα από το βράχο |
    • ~
  • ⓐ pull out, uproot (syn ξεριζώνω):
    • δεν αποσπά ούτε μια τρίχα από το κεφάλι της
  • ⓑ break, shatter, smash (syn σπάζω):
    • ήτανε ραγισμένο το τζάμι, τ' απόσπασες και ησύχασες |
    • poem χαράς αστροπελέκι στου Σιπύλου | τους γυμνωμένους βράχους πέφτει απάνω | κ' είναι τόσο βαρύ που με αποσπάζει (Athanas)
  • ② draw away, take away, extricate (syn αποτραβώ):
    • την απόσπασα από τον κόσμο της, όπου κανένας δεν ήθελε πια να την ξέρει (Xenop) |
    • δε μπορούσα ν' αποσπάσω τα βλέμματά μου από πάνω σας (Karyotakis) |
    • έτσι αποσπούν όσους αποθέτουν σε αγαπημένους τους τον τελευταίο ασπασμό (Palaiologos) |
    • ήθελε να τον κάμει να την μισήσει, να τον αποσπάσει απ' αυτήν (Melas) |
    • ο ιδρυτής του βουδισμού θέλοντας ν' αποσπάσει τον ασκητή από τη ζωή τού έδωσε την απόλαυση της περιοδείας (Papantoniou) |
    • είχε φθάσει η ώρα που ο θεός θ' αποσπούσε την ψυχή του από τα χέρια των αντιπάλων του (Kanellop)
  • ⓒ phr ~:
    • άκουε κιόλας τον πνιγμένο θόρυβο των φιλιών που αποσπούσε την προσοχή του (Theotokas) |
    • την ώρα αυτή με τίποτε δεν μπορούσες ν' αποσπάσεις την προσοχή του (SPapageorgiou)
  • ③ draw out, elicit, extract, obtain:
    • ~ αναγνώριση, εκτίμηση, εμπιστοσύνη |
    • ~ απάντηση, δήλωση, μυστικό, ομολογία, πληροφορία, συγκατάθεση, υπόσχεση |
    • ~ προνόμια, χειροκροτήματα, χρήματα |
    • ~ |
    • η πρόταση υπέρ της πωλήσεως των πυρηνικών καυσίμων απέσπασε 48 ψήφους υπέρ και 46 κατά |
    • η χρυσή νεολαία του καιρού σκοτωνότανε για να της αποσπάσει ένα χορό (Theotokas) |
    • κατάφερε ν' αποσπάσει από τα χείλη του μεγάλου καλλιτέχνη σημαντικές σκέψεις για την τέχνη (Kanellop) |
    • θεωρούσαν τη φωτογραφική τέχνη σαν ένα κατώτερο είδος που δεν έπρεπε να μας αποσπά παρά ένα μειδίαμα περιφρόνησης (Ouranis, adapted) |
    • ο μουσικός αποσπά τους ήχους από τα πράγματα για να εκφράσει μέσα από αυτούς το δικό του εσωτερικό κόσμο (Mourelos)
  • ⓓ extract, detach (near-syn αποκόβω 2b):
    • από μια σειρά ποιημάτων του .. ~, με τη μεταφραστική μου τόλμη, μια στροφή (Palam) |
    • ~ μια παράγραφο από το μελέτημα για τον Pιβιέρ (Chatzinis) |
    • από τον πρόλογο του Tερτσέτη στο ίδιο τούτο βιβλίο ~ την ακόλουθη περικοπή (Dimaras)
  • ④ transfer to another unit, detach, detail:
    • ο Nαπολέων θέλει να τον αποσπάσει σε μια έδρα στο Παρίσι (Louros) |
    • πρέπει να μου αποσπάσετε δέκα αξιωματικούς για να με βοηθήσουν (Evelpidis) |
    • δικαστικοί λειτουργοί και δικαστικοί υπάλληλοι τοποθετούνται, μεταθέτονται, αποσπώνται και προάγονται (Christidis)
  • ⑤ mi αποσπώμαι tear off or detach o.s., come off, dislodge (syn ξεκολλώ):
    • τη στιγμή ακριβώς που το αμάξι περνούσε εμπρός από το άγαλμα .. αποσπάστηκε το κεφάλι και κύλησε στο δρόμο (Ouranis)
  • ⓔ draw o.s. away, detach or extricate o.s.:
    • τεντώθηκα μ' όση δύναμη είχα και αποσπάστηκα από τα χέρια του με βία (Theotokas) |
    • το μουσείο ήταν τόσο συναρπαστικό, ώστε με πολλή δυσκολία αποσπάσθηκα απ' αυτό (Thrylos) |
    • το να αποσπάσαι μια μέρα από το ίνδαλμά σου για να δοθείς στη λατρεία ενός καινούργιου είναι ένας θρίαμβος (Chatzinis)

[fr MG ← PatrG ἀποσπῶ, K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπώμενος, -η, -ο [apospómenos] (L)
  • being detached, detachable

[fr kath αποσπώμενος, prpp of αποσπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες