Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπασματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματικός -ή -ό [apospazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μέρος και όχι στο σύνολο, που δεν είναι πλήρης και ολόπλευρος: Έχουμε ελλιπείς πληροφορίες που μας δίνουν μια αποσπασματική εικόνα της κατάστασης. αποσπασματικά ΕΠIΡΡ: H οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται πρόχειρα και ~.

[λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)1 -ικός μτφρδ. γαλλ. fragmentaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικός, -ή, -ό [apospazmatikós] (L)
  • fragmentary, partial, piecemeal (near-syn κομματιαστός, τμηματικός):
    • ~ λόγος, στοχασμός |
    • αποσπασματικοί στίχοι |
    • αποσπασματική αφήγηση, έκθεση, επιγραφή, σύνθεση |
    • αποσπασματικές γνώσεις, επιδράσεις, πληροφορίες, φράσεις |
    • αποσπασματικό ανάγλυφο, έργο, κείμενο |
    • η κυβέρνηση δημοσίευσε μόνο αποσπασματικά στοιχεία από την έκθεση |
    • το νομοσχέδιο είναι αποσπασματικό και ατελές |
    • το σύνολο της σολωμικής ποίησης μετά το 1830 έμεινε αποσπασματικό (Spandonidis) |
    • το έργο προσφέρεται για το αποσπασματικό διάβασμα (Chatzinis) |
    • η ομορφιά του καλλιτεχνικού έργου είναι κάτι περισσότερο από την αποσπασματική ομορφιά των μερών του (Andronikos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματικός, der of απόσπασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες