Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπασματικά [apospazmatiká] adv (& L αποσπασματικώς) (L)
- in a fragmentary or piecemeal way, in fragments, in part, partly (near-syn κομματιαστά, τμηματικά):
- το ανάγλυφο διατηρείται, σώζεται ~ |
- οι ιδέες του είναι ~ γνωστές |
- έργα του μεταφράστηκαν αποσπασματικώς |
- το δράμα μεταδόθηκε ~ από το ραδιόφωνο |
- δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε τη ζωή παρά μονάχα ~ και περιορισμένα (Varikas) |
- τα συγγράμματα των σπουδαίων αυτών φιλοσόφων μάς παραδόθηκαν μόνο ~ (Lambridi) |
- το βιβλίο έβγαινε απομέσα του ~ (TAthanasiadis) |
- οι άνθρωποι στα ρεμπέτικα μερικώς και αποσπασματικώς περιγράφονται (IPetrop)
[der of αποσπασματικός οr fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματικώς; cf Fr fragmentairement]
- in a fragmentary or piecemeal way, in fragments, in part, partly (near-syn κομματιαστά, τμηματικά):