Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπέρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπέρας [apospéras] adv, region. (Aegean) = αποσπέρα 1
:
  • "να 'χεις το νου σου," μου είχε πει ~ η θεια μου (Prevelakis) |
  • του το 'χε μηνύσει ~ (Vlami)

[fr MG αποσπέρας, cpd fr phr από (ε)σπέρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες