Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσπέρα, επίρρ.· αποσπέρας.
-
- 1) Aποβραδίς, από το προηγούμενο βράδι:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 972).
- 2) Tο βράδι, κατά το βράδι:
- (Διήγ. ωραιότ. 747).
[<συνεκφ. από εσπέρας (μτγν. αφ’ εσπέρας, Bauer, λ. εσπέρα). O τ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aποβραδίς, από το προηγούμενο βράδι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπέρα [apospéra] adv (& απόσπερα)
- ① on or since the previous evening, the evening before (syn αποβραδύς, αποσπέρας, αποσπερίς 1, απόσπερνα, αποσπερού 1):
- έφυγε, ήρθε ~ |
- ετοίμασε το γάλα ~ |
- γλέντησαν ~
- ② this evening, tonight (syn αποσπερού 2, απόψε):
- folks. ανάψτε μου τσιμπούκι, βράστε καφέ να πιω | κι ~ πηγαίνω για να λογαριαστώ
[fr postmed (Erotokr etc) αποσπέρα, cpd fr phr από εσπέρας]
- ① on or since the previous evening, the evening before (syn αποβραδύς, αποσπέρας, αποσπερίς 1, απόσπερνα, αποσπερού 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπέρας [apospéras] adv, region. (Aegean) = αποσπέρα 1
- :
- "να 'χεις το νου σου," μου είχε πει ~ η θεια μου (Prevelakis) |
- του το 'χε μηνύσει ~ (Vlami)
[fr MG αποσπέρας, cpd fr phr από (ε)σπέρας]