Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσοβώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσοβώ [aposovó] -ούμαι Ρ10.9 : απομακρύνω, αποτρέπω κάποιο κακό που με απειλεί: Tην τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος. Οι λαοί προσπαθούν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής καταστροφής.

[λόγ. < αρχ. ἀποσοβῶ `κρατώ μακριά μου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσοβώ [aposovó] αποσοβεί, aor αποσόβησα (& απεσόβησα; subj αποσοβήσω), pass 3sg αποσοβείται, aor αποσοβήθηκε (subj αποσοβηθεί) (L)
  • ward off, turn away, prevent, avert (syn αποτρέπω, near-syn προλαβαίνω):
    • αποσοβήθηκε η κρίση, η τραγωδία |
    • ο τερματοφύλακας απεσόβησε βέβαιο γκολ |
    • η μεγάλη αγάπη αποσόβησε το αίσχος της δικής μας απιστίας (KPolitis) |
    • εστάθηκε ανάγκη, για να αποσοβήσουν την καθίζηση, να ορθώσουν αψηλούς τοίχους (Floros) |
    • αποσοβείται ο κίνδυνος να καταρρεύσουν τα όνειρα της οικογενειακής ευτυχίας (Katsigra) |
    • πρέπει να κοιτάξουμε πώς θ' αποσοβηθεί η χρεωκοπία της οικογενείας (Melas, adapted)

[fr kath αποσοβώ ← PatrG ← K, AG ἀποσοβῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες