Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσμητικό [apozmitikó] το, (L)
- deodorant:
- αρωμάτιζαν τους πελάτες με γαλλικά αποσμητικά |
- μερικοί από τους κατασκευαστές των αποσμητικών θα πρέπει πρώτοι και καλύτεροι να κάνουν χρήση των προϊόντων τους (Psathas) |
- μια μισόγυμνη έβαζε ~ στις μασχάλες (Gialourakis)
[substantiv. n of αποσμητικός]
- deodorant:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσμητικός -ή -ό [apozmitikós] Ε1 : που εξουδετερώνει τις δυσάρεστες μυρωδιές: Aποσμητικό σαπούνι. || (ως ουσ.) το αποσμητικό, παρασκεύασμα από διάφορες χημικές ουσίες που αρωματίζει το σώμα ή το χώρο όπου τοποθετείται και εξαφανίζει τη δυσοσμία: Bάζω / χρησιμοποιώ αποσμητικό. Aποσμητικό χώρου.
[λόγ. απ(ο)- οσμ(ή) -ητικός (σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. déodorant (διαφ. το ελνστ. ἀποσμῶ `καθαρί ζω΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσμητικός, -ή, -ό [apozmitikós] (L)
- aimed at combating or masking odors, deodorant:
- αποσμητικό σαπούνι τουαλέτας |
- αποσμητικό σπρέι
[neol, calqued on Fr déodorant]
- aimed at combating or masking odors, deodorant: