Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκοπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκοπώ [aposkopó] Ρ10.9α : για πρόσωπο που ενεργεί έχοντας ένα συγκεκριμένο σκοπό ή για ενέργεια που τείνει προς το σκοπό αυτό· έχω ως σκοπό, αποβλέπω1: Δεν ξέρω πού αποσκοπεί, όταν κάνει αυτές τις δηλώσεις. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία χωρίς να αποσκοπεί σε κτ., σε ανταμοιβή ή σε αναγνώριση. H πολιτική που ακολουθούμε αποσκοπεί στην αξιοποίηση όλων των φυσικών πόρων της χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀποσκοπῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκοπώ [aposkopó] αποσκοπεί, ipf αποσκοπούσα, aor αποσκόπησα (L)
  • ① have as a goal or objective, aim at, intend (syn αποβλέπω 2, επιδιώκω, σκοπώ):
    • αποσκοπεί στην ανατροπή των κοινωνικών αξιών |
    • αποσκοπεί να εξασφαλίσει κέρδη |
    • η οργάνωση αποσκοπεί στην ενημέρωση της κοινής γνώμης |
    • οι σουλτάνοι αποσκοπούσαν να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς (Vacalop) |
    • όσοι αποσκοπούσανε στην τιμή και στο σεβασμό γράφανε λατινικά (ZLorentzatos) |
    • ο κριτικός αποσκοπεί μονάχα να εκφράσει τις δικές του συγκινήσεις (Thrylos) |
    • τι σημασία έχουν όλα τούτα σήμερα και πού αποσκοπούν; (Psathas) |
    • αποσκοπήσαμε να αντιμετωπίσουμε μερικούς στίχους του Κλεάνθη από τη σκοπιά των ορφικών κειμένων (Dragona-N)
  • ② be designed or intended for, be aimed at:
    • το σχέδιο αποσκοπεί στην επιτυχία προγνώσεων καιρού |
    • τα στρατιωτικά γυμνάσια αποσκοπούν στον εκφοβισμό του λαού |
    • οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης αποσκοπούν να συγκαλύψουν απαράδεκτες παραχωρήσεις |
    • σ' αυτό το διαχωρισμό αποσκοπεί ο έλεγχος του Π. (Tatakis) |
    • βασικοί θεσμοί της πολιτείας αποσκοπούν στην αποτροπή του μεγάλου αυτού κινδύνου (Despotop)

[fr kath αποσκοπώ ← MG ← K, AG ἀποσκοπῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες