Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσκιρτώ [aposkirtó] Ρ10.1α : εγκαταλείπω μια πολιτική παράταξη, μια οργάνωση ή μια ιδεολογία και εντάσσομαι σε μια άλλη αντίπαλη: Aποσκίρτησαν τρεις βουλευτές από το κυβερνών κόμμα. Οι οπαδοί του άρχισαν να αποσκιρτούν. Aποσκίρτησαν από τον καθολικισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσκιρτῶ `το σκάω΄ σημδ. αγγλ. breakaway]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσκιρτώ [aposcirtó] αποσκιρτά, ipf αποσκιρτούσα, aor αποσκίρτησα (subj αποσκιρτήσω), pf & plupf έχω-είχα αποσκιρτήσει (L)
- ① break away, depart (syn ξεφεύγω):
- το θέατρο δε γίνεται ν' αποσκιρτήσει από την προσωπική του ιδιοτυπία (Thrylos, adapted) |
- οι λογοτέχνες φανερώνουν διάθεση να αποσκιρτήσουν από το δικό τους τομέα (id.) |
- ο Π. δεν έχει αποσκιρτήσει από το θέμα (Panagiotop)
- ② secede, defect, desert (syn αποστατώ 2, αποσχίζομαι 3b):
- ~ από το κόμμα, τη συμμαχία |
- η νεολαία αποσκίρτησε και δημιούργησε δικά της καφενεία |
- ο Υ. Λ. ο παπάς αποσκίρτησεν από τον πάπα και παντρεύτηκεν (Papantoniou) |
- είχε κάνει τρεις βασιλόφρονες φοιτητές να αποσκιρτήσουν από τον αντίθετο σύλλογο και να έρθουν στο δικό μας (Ouranis) |
- poem κι αφότου απ' τη φιλία των Αθηναίων | αποσκιρτήσαν οι Μιλήσιοι κλ (Stavrou Ar)
[fr kath αποσκιρτώ ← MG, PatrG ← K, AG ἀποσκιρτῶ (-άω)]
- ① break away, depart (syn ξεφεύγω):