Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσιώπηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσιώπηση η [aposiópisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσιωπώ, το να αποφεύγει κάποιος να αναφέρει ή να αποκαλύψει κτ.: H ~ του γεγονότος δημιούργησε ερωτηματικά και υποψίες.

[λόγ. < αρχ. ἀποσιώπη(σις) `το να μη μιλάει κάποιος΄ -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσιώπηση [aposiópisi] η, (L)
  • ① act of remaining silent, silence (syn σιωπή):
    • τα πρόσωπα μιλούν συχνά αλλά και συνεννοούνται με αποσιωπήσεις (Sachinis) |
    • το ερώτημα είναι η συνηθέστερη στάση αντίκρυ στα αιχμηρά προβλήματα· και η ~ η συνηθέστερη απόκριση (Panagiotop)
  • ② keeping silent about sth, failure to mention, omission (syn παράλειψη, ant αποκάλυψη 2):
    • η ~ (sc του ονόματος του τεχνίτη) είναι γενικό κακό για την εποχή που μιλούμε (GIoannou)
  • ⓐ hushing up, non-disclosure, suppression, concealment (syn απόκρυψη 2, αποσκέπασμα, παρασιώπηση):
    • θέλει να εξασφαλίσει την ~ ενός σφάλματός της (Dimaras) |
    • κλείνουν το ραδιόφωνο από αγανάκτηση για τις ανακρίβειες και τις αποσιωπήσεις (Peponis)
  • ⓑ passing over sth in silence, overlooking or disregarding (an affront etc):
    • η ομαλή συμβίωση έχει για βασική προϋπόθεση συγκαταβάσεις, αποσιωπήσεις (Thrylos)
  • ③ rhet, lit etc abrupt break in one's utterance and failure to continue one's thoughts (for emphasis, modesty etc), aposiopesis:
    • δεν επιδιώκει να δώσει περισσότερο βάθος στο λόγο του με αποσιωπήσεις, που φυσικό είναι να πλαταίνουν το νόημα (Tsatsos)

[fr kath αποσιώπησις ← MG (5th c.), PatrG ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες