Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσιωπώ [aposiopó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : αποφεύγω να αναφέρω κτ., προσπαθώ να αποκρύψω κτ. με τη σιωπή μου: Aποσιώπησε όσες λεπτομέρειες δεν τον συνέφεραν. Aποσιωπήθηκε το γεγονός για να μη δημιουργηθεί σκάνδαλο. Προβλήθηκαν όλες οι αρνητικές πλευρές του ζητήματος και αποσιωπήθηκαν οι θετικές.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσιωπῶ `κρατώ μυστικό΄, αρχ. σημ.: `κρατώ σιωπή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσιωπώ [aposiopó] αποσιωπά, ipf αποσιωπούσα, aor αποσιώπησα (subj αποσιωπήσω), pf & plupf έχω-είχα αποσιωπήσει, pass 3sg αποσιωπάται, aor αποσιωπήθηκε (subj αποσιωπηθεί), pf & plupf έχει-είχε αποσιωπηθεί (L)
- ① keep silent about, leave unsaid, fail to mention, omit, skip (ant αναφέρω Bl, αποκαλύπτω 2):
- ~ μια λέξη |
- ~ τις δυσκολίες, πληροφορίες |
- αποσιωπάται η ύπαρξη άλλων ποιητών |
- αποσιωπάται το όνομα του ζωγράφου της εικόνας |
- gnom η ματιά των γυναικών εκφράζει ό,τι αποσιωπά η γλώσσα (Vrettakos) |
- ο M. αποσιώπησε τη λεπτομέρεια των μυστικών αρραβώνων (Xenop) |
- η τρίτη πρόταση του διαλογισμού αποσιωπάται ως εύκολα εννοούμενη (Papanoutsos) |
- αποσιωπούσα από ντροπή όσα έπρεπε να πω (Kanellop) |
- έχω αποσιωπήσει αρκετές ενδιαφέρουσες συνομιλίες μου και αρκετούς τόπους δεν κατονόμασα καθόλου (Vacalop)
- ⓐ hush up, cover up, conceal (near-syn αποκρύβω 1b, αποσκεπάζω 1c, σκεπάζω):
- ~ ανηθικότητες, κατεργαριές, κουτοπονηρίες, λάθη, σκάνδαλα |
- ο πωλητής αποσιώπησε με δόλο τα ελαττώματα του προϊόντος |
- τούτο το άτοπο παρακινεί τους ιδιώτες οικοδόμους να αποσιωπούν την εύρεση αρχαιοτήτων (Floros) |
- ο δάσκαλος για λόγους σκοπιμότητας αποσιωπά μιαν οδυνηρή αλήθεια (Papanoutsos) |
- σκέφτηκε πως κάτι σοβαρό της αποσιωπούσαν (TAthanasiadis) |
- όταν ο έφηβος αποκαλύπτει το μυστικό της ζωής, απομακρύνεται από εκείνους που το αποσιώπησαν (Palaiologos)
- ② pass over, leave sth unnoticed, ignore, disregard (near-syn αγνοώ 2, παραβλέπω):
- η ιστορία αποσιωπά σχεδόν τη Σκόπελο (Demetrieis) |
- το πρόβλημα της οικονομικής αναπτύξεως της χώρας συνδέεται τόσον άρρηκτα με το βιοτικό επίπεδο του λαού, ώστε καμία κυβέρνηση δεν ημπορεί να το αποσιωπήσει (Angelop) |
- πράγματα και πρόσωπα, ιδίως ελληνικά, δεν τα προσέχει, τ' αποσιωπά, γιατί θέλει να τ' αγνοεί (KParaschos)
- ③ compel or reduce to silence, muzzle, restrain (near-syn φιμώνω):
- ο τύπος μετέχει στη συνωμοσία να αποσιωπηθεί το έργο του δημοφιλούς συνθέτη |
- μια τέτοια θεωρία αποσιωπά τον φιλοσοφικό λόγο και την έρευνα
[fr kath αποσιωπώ ← K (also pap), AG ἀποσιωπῶ (-άω)]
- ① keep silent about, leave unsaid, fail to mention, omit, skip (ant αναφέρω Bl, αποκαλύπτω 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσιωπώμενος, -η, -ο [aposiopómenos] (L)
- being hushed up or covered up:
- αποσιωπώμενα ανομήματα
[fr kath αποσιωπώμενος, prpp of αποσιωπώ]
- being hushed up or covered up: