Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσβήνω [apozvíno] (wrongly sp. also αποσβύνω[also αποσβυσμένος & αποσβυστός]) ipf απόσβηνα, aor απόσβησα (& απόσβεσα; subj αποσβήσω & αποσβέσω), pf & plupf έχω-είχα αποσβήσει, mediop αποσβήνομαι, aor αποσβήστηκα (& αποσβέστηκα; subj αποσβηστώ, αποσβεστώ & L αποσβεσθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσβεστεί (& L
- Ⓐ trans
- ① wipe out completely, erase, obliterate, extinguish:
- ποιος μπορεί τώρα να μου εξηγήσει τι γίνεται μέσα στο μυαλό μας, τι αποσβήνει ο καιρός, τι αποθολώνει μονάχα; (Psichari) |
- η γραμμή μηρού-δεξιού γόνατος έχει αποσβεσθεί στο δικό μας αγγείο (Bakalakis) |
- η αθηναϊκή δημοκρατία είχε αποσβεσθεί από τις νεότερες πραγματικότητες (Panagiotop) |
- τα παλαιά λάθη απόσβησαν τα κέρδη και άφησαν μόνο τις ζημίες για όλους (Papanoutsos) |
- poem .. η θάλασσα ετάραξε τους δρόμους των | κι απόσβησε το μονοπάτι τους το κύμα (Zevgoli)
- ⓐ put out, extinguish (syn σβήνω):
- απόσβησε τη φωτιά
- ② law, econ. etc annul, extinguish, eliminate, cancel, remove (near-syn καταλύω, παραγράφω):
- υπάρχει μια συμβατική υποχρέωση, που δε μπορεί ούτε ο αδέξιος χειρισμός του ζητήματος από την κυβέρνηση ούτε η πολιτική σκοπιμότητα ν' αποσβέσουν (Angelop) |
- τα χρέη του πολέμου αποσβέστηκαν, επειδή με τον πληθωρισμό το εθνικό μας νόμισμα είχε χάσει όλη την αξία του (Papanoutsos) |
- poem .. ο ερχόμενος αμνός δεν έχει πια να άρει τις αμαρτίες του κόσμου· γιατί απόσβεσεν ο κόσμος την αμαρτία (Papatsonis)
- ③ account. etc pay off gradually, redeem, amortize:
- το κόστος του έργου μπορεί να αποσβεσθεί με άνεση |
- οι ομολογίες θα πρέπει ν' αποσβεσθούν σε μια σειρά σαράντα ετών (Angelop, adapted)
- Ⓑ intr
- ④ be extinguished, be erased, fade away (syn σβήνω):
- απόσβεσε το τραγούδι, απόσβεσε ο χορός |
- τα βράχια κ' οι πετρόλοφοι του τόπου χαμήλωναν μέσ' την απόσταση, απόσβηναν με το θαλάσσιο αυλάκι (Plaskovitis) |
- αποσβήνει πια η εικόνα του Σωκράτη (Theodorakop) |
- πανίσχυρα ένστικτα δεν έχουν αποσβεστεί ακόμη στον άνθρωπο (Papanoutsos, adapted) |
- poem το δείλι ακόμα δεν απόσβησε κλ (Kazantz Od 5.65)
- ⓑ be extinguished, go out (syn σβήνω):
- απόσβησε η θράκα |
- απόσβησαν οι φλόγες |
- το σκοτάδι χύθηκε βαρύ σαν απόσβηνε το καντήλι (Christomanos) |
- ολωνών απόσβησε η ανασαιμιά και στεγνώσαν τα χείλια (Vlami)
- ⑤ mi αποσβήνομαι be extinguished, fade:
- αποσβήνεται ο ήχος, η φωνή |
- κάθε γενναίο ευγενικό αίσθημα δεν αποσβήστηκε σ' εμάς (Markoras)
[fr postmed αποσβήνω & aor απόσβεσα ← K, AG ἀποσβέννυμι]