Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσβένω [apozvéno] -ομαι Ρ αόρ. απόσβεσα, απαρέμφ. αποσβέσει, παθ. αόρ. αποσβέστηκα, απαρέμφ. αποσβεστεί (συνήθ. στο αορ. θ.) : αποπληρώνω ένα χρέος ή κάνω απόσβεση: Aποσβέστηκε το χρέος / η αξία των μηχανημάτων.
[λόγ. < αρχ. ἀποσβέν(νυμι) `σβήνω΄ μεταπλ. -ω κατά τα άλλα ρ. για προσαρμ. στη δημοτ., σημδ. του λαϊκού σβήνω & του γαλλ. éteindre]