Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσαφηνίζω [aposafinízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις για να κάνω κτ. απόλυτα σαφές, ώστε να μην υπάρχουν απορίες ή παρεξηγήσεις: Tου ζήτησα να αποσαφηνίσει τη θέση του / τη στάση που θα τηρήσει. Δεν αποσαφηνίστηκαν ακόμη οι στόχοι της κυβέρνησης στο οικιστικό πρόβλημα. Δεν είναι αποσαφηνισμένο, αν θα συνεργαστούν στις εκλογές. || Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη η πολιτική κατάσταση, δεν έχει διαμορφωθεί οριστικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσαφηνίζω (αρχ. ἀποσαφῶ)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσαφηνίζω [aposafinízo] ipf αποσαφήνιζα (& απεσαφήνιζα), aor αποσαφήνισα (subj αποσαφηνίσω), pass 3sg αποσαφηνίζεται, aor αποσαφηνίσθηκε (& απεσαφηνίσθη; subj αποσαφηνισθεί & αποσαφηνιστεί), pf & plupf είναι-ήταν αποσαφηνισμένος, (L)
- clarify, elucidate, explain (syn διασαφηνίζω L, διασαφώ L, διευκρινίζω L, ξεκαθαρίζω):
- ~ μια έννοια, ένα νόημα |
- ~ τις αντιλήψεις, το δόγμα, τη θεωρία, τις σκέψεις μου |
- αποσαφηνίζεται ο γρίφος, το θέμα, ο όρος, το πρόβλημα |
- αποσαφήνισε τη θέση του κόμματος πάνω στο ζήτημα |
- οι συζητήσεις, που θα διεξαχθούν, θα αποσαφηνίσουν το νομοσχέδιο |
- απεσαφηνίσθη ότι εκλόγιμοι για το αξίωμα είναι όσοι έχουν ελληνική ιθαγένεια |
- "θά 'ρθεις;" της κάνω και δεν ~ αν εννοώ στο τραπεζάκι μου ή στο πιο κοντινό ξενοδοχείο (Chakkas) |
- η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων απεσαφήνιζε τις προθέσεις του Pάιχ (Terzakis) |
- o τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η ανάλυση είναι απαραίτητο να αποσαφηνισθεί (Mourelos) |
- o χρόνος της έλευσης των Iνδοευρωπαίων δεν είναι αποσαφηνισμένος (Poulianos)
[fr kath αποσαφηνίζω ← K]
- clarify, elucidate, explain (syn διασαφηνίζω L, διασαφώ L, διευκρινίζω L, ξεκαθαρίζω):