Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσαφήνιση η [aposafínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσαφηνίζω: Πρέπει να γίνει ~ των προθέσεών του. H ~ της κατάστασης θα μας επιτρέψει να κάνουμε κάποιες προβλέψεις.
[λόγ. αποσαφηνι- (αποσαφηνίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσαφήνιση [aposafínisi] η, (L)
- clarification, elucidation, explanation (syn αποσαφηνισμός, διασάφηση, διευκρίνηση L, ξεκαθάρισμα):
- κριτική ~ |
- ~ μιας γνώμης, ενός ζητήματος, ενός προβλήματος |
- ζητεί την ~ |
- η κυβέρνηση αποβλέπει σε μια ~ των διεθνών προσανατολισμών της Eλλάδος |
- προέχει η ~ του εκπαιδευτικού προορισμού της καθεμιάς (σχολής) (Papanoutsos) |
- η ~ των σχεδίων του Bοναπάρτη έπρεπε με κάθε τρόπο να επιτευχθεί (Vranousis)
[fr kath (neol) αποσαφήνισις, der of αποσαφηνίζω]
- clarification, elucidation, explanation (syn αποσαφηνισμός, διασάφηση, διευκρίνηση L, ξεκαθάρισμα):