Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσαρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσαρώνω [aposaróno] aor αποσάρωσα
  • finish sweeping:
    • αποσάρωσε το δωμάτιο

[cpd w. σαρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες